Συσχέτιση Αντιγόνων Ιστοσυμβατότητας τάξης II με φαινοτυπικά χαρακτηριστικά κατά τη διάγνωση κοιλιοκάκης σε παιδιατρικό πληθυσμό της Ελλάδας

Διπλωματική Εργασία uoadl:3401122 11 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Βιοστατιστική
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-06-13
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Εμμανουηλίδου-Φωτουλάκη Ελπίδα
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Βασιλική Μπενέτου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αναστασία Βασιλική Σύψα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Περικλής Μακρυθανάσης, Επίκουρος Kαθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Συσχέτιση Αντιγόνων Ιστοσυμβατότητας τάξης II με φαινοτυπικά χαρακτηριστικά κατά τη διάγνωση κοιλιοκάκης σε παιδιατρικό πληθυσμό της Ελλάδας
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Συσχέτιση Αντιγόνων Ιστοσυμβατότητας τάξης II με φαινοτυπικά χαρακτηριστικά κατά τη διάγνωση κοιλιοκάκης σε παιδιατρικό πληθυσμό της Ελλάδας
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η κοιλιοκάκη ή εντεροπάθεια από υπερευαισθησία στη γλουτένη είναι μια αυτοάνοση συστηματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από βλάβη στο λεπτό έντερο (εντεροπάθεια), οφείλεται στη γλουτένη και άλλες προλαμίνες της διατροφής και συμβαίνει σε γενετικά προδιαθετημένα άτομα. Εμφανίζει αυξανόμενο επιπολασμό τα τελευταία χρόνια και υπολογίζεται περίπου 1% παγκοσμίως. Η κλινική εικόνα της νόσου παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια και παρότι το γενετικό υπόστρωμα είναι εκτενώς μελετημένο, η συσχέτιση γενετικών παραγόντων με κλινικά χαρακτηριστικά δεν είναι πλήρως κατανοητή.

Σκοπός: Ο βασικός σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν ο προσδιορισμός της κατανομής των αλληλομόρφων σε παιδιά με κοιλιοκάκη λαμβάνοντας υπόψη πιθανές διαφορές ανάλογα με την παρουσία θετικού οικογενειακού ιστορικού, η διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ του HLA γονοτύπου και της ηλικίας διάγνωσης καθώς και του εκτιμώμενου κινδύνου για διαφορετικές μορφές της νόσου κατά τη διάγνωση ή για εκδήλωση άλλου αυτοάνοσου νοσήματος. Επιπλέον στόχο αποτέλεσε η διερεύνηση της όμο- ή ετεροζυγωτίας σε συγκεκριμένα αλληλόμορφα και η συσχέτιση αυτών με την ηλικία διάγνωσης όσο και τη φαινοτυπική παραλλαγή της νόσου.
Υλικό και μέθοδος: Πρόκειται για μελέτη που συνέλεξε αναδρομικά τα δεδομένα 232 παιδιών, με ιστολογικά επιβεβαιωμένη κοιλιοκάκη με βάση τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN), ασθενών στο Παιδογαστρεντερολογικό Εξωτερικό Ιατρείο της Δ’ Παιδιατρικής Κλινικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Παπαγεωργίου από την έναρξη λειτουργίας του ιατρείου μέχρι τον Ιούνιο του 2023. Με βάση το γονότυπο, οι ασθενείς κατατάχθηκαν σε ομάδες κινδύνου για ανάπτυξη κοιλιοκάκης και έγιναν συγκρίσεις των υπόλοιπων χαρακτηριστικών ανά ομάδα γονοτυπικού κινδύνου. Ο κλινικός φαινότυπος στη διάγνωση, η ύπαρξη σιδηροπενίας ή άλλου αυτοάνοσου νοσήματος χρησιμοποιήθηκαν ως εξαρτημένες μεταβλητές σε μοντέλα μονοπαραγοντικής και πολυπαραγοντικής παλινδρόμησης.

Αποτελέσματα: Η μελέτη ανέδειξε συχνότερα αλληλόμορφα τα HLA- DQA1 *05 (51.1%) και HLA- DQB1 *02 (48.1%) και αντίστοιχα τον απλότυπο DQ2.5 (34.3%). Οι περισσότεροι ασθενείς (68.9%) ήταν ενδιάμεσου γονοτυπικού κινδύνου για κοιλιοκάκη ενώ 5 ασθενείς, αρνητικοί για DQ2 και DQ8 που ανέπτυξαν τη νόσο και έφεραν τουλάχιστον μια DQ α5 αλυσίδα (DQ7.5 απλότυπος). Η κατάταξη σε γονοτυπικό κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου δε φάνηκε να διαφοροποιείται ανάλογα με την ύπαρξη συγγενούς πρώτου βαθμού με κοιλιοκάκη (Fisher’s exact p-value=0.52). Το κύριο σύμπτωμα που συχνότερα οδήγησε στη διάγνωση ήταν η στασιμότητα αύξησης (25.4%) και έπειτα η σιδηροπενία (14.7%) ενώ 26 παιδιά (11.2%) ελέγχθηκαν λόγω θετικού οικογενειακού ιστορικού για κοιλιοκάκη. Παρόλα αυτά, τα κλινικά χαρακτηριστικά στη διάγνωση δε φάνηκε να διαφοροποιούνται ανάλογα με το γονοτυπικό κίνδυνο. Επιπλέον, η ηλικία διάγνωσης, η κλινικός φαινότυπος (κλασικός/μη κλασικός), η εμφάνιση σιδηροπενίας και η ύπαρξη αυτοάνοσου νοσήματος δε φάνηκε να μεταβάλλεται ανάλογα με το γονοτυπικό κίνδυνο για κοιλιοκάκη σε μονοπαραγοντικές συσχετίσεις και σε πολυπαραγοντικά μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης. Η μέση ηλικία διάγνωσης ήταν κατά 1.6 έτη (95% ΔΕ 1.02, 2.19, p-value=0.010) μεγαλύτερη σε ασθενείς με συννοσηρότητα και κατά 2.12 έτη (95% ΔΕ 1.4, 2.84, p-value=0.005) σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα. Τέλος, η ομοζυγωτία ή ετεροζυγωτία σε συγκεκριμένα αλληλόμορφα (DQA1 *05, DQB1 *02) δε βρέθηκε να συσχετίζεται με κλινικούς παράγοντες.

Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δεν επιβεβαιώνουν τη συσχέτιση του γονοτύπου με τα κλινικά χαρακτηριστικά κατά τη διάγνωση της νόσου. Επιβεβαιώνουν όμως τη σύγχρονη βιβλιογραφία σχετικά με την HLA ταυτότητα των ασθενών με κοιλιοκάκη και τη κατανομή συγκεκριμένων αλληλομόρφων και απλοτύπων μεταξύ των ασθενών. Τέλος, αναδεικνύει το ρόλο του HLA DQ7.5 απλότυπου μεταξύ των HLA DQ2 και DQ8 αρνητικών ασθενών ενισχύοντας την άποψη ότι η ύπαρξη μιας DQ α5 αλυσίδας αρκεί για να αποτελέσει γονότυπο υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Κοιλιοκάκη, HLA, Παιδιατρική, Ελλάδα, Γονότυπος
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
80
Αριθμός σελίδων:
78
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-06-19.

Emmanouilidou Fotoulaki Elpida MSc.pdf
1 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-06-19.