Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Εμμανουήλ Βαβουρανάκης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Δημήτριος Τούσουλης, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Χριστόδουλος Στεφανάδης, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Τσιούφης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνα Αγγέλη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ελευθέριος Τσιάμης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ιγνάτιος Οικονομίδης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Η μετατόπιση της βιοπροσθετικής βαλβίδας (τυχαία μετατόπιση) κατά το τελικό στάδιο της απελευθέρωσης από το σύστημα μεταφοράς, μετά την αφαίρεση του καθετήρα pigtail και την επαφή με την αριστερή αορτική πτυχή (η οποία δε βρίσκεται υπό έλεγχο του χειριστή), φαίνεται να επηρεάζεται από τα ανατομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των υποκείμενων δομών, όπως για παράδειγμα της αριστερής κοιλίας, του πάχους του μεσοκοιλιακού διαφράγματος, του αορτικού δακτυλίου και τις διαστάσεις της ανιούσης αορτής.
Σκοπός της μελέτης ήταν να ανιχνεύσει τις ανατομικές-μορφολογικές διαφορές μεταξύ των ασθενών που η τοποθέτηση της βιοπροσθετικής αορτικής βαλβίδας κατά το τελικό στάδιο δεν ακολουθήθηκε από μετατόπιση (Ομάδα 1: η τοποθέτηση δεν ακολουθήθηκε από μετατόπιση και η θέση έκπτυξης ήταν 4-8mm, από το επίπεδο του αορτικού δακτυλίου) και των ασθενών που παρατηρήθηκε υψηλή μετατόπιση κατά την τελική φάση της έκπτυξης (Ομάδα 2: η τοποθέτηση ακολουθήθηκε από μετατόπιση και η θέση έκπτυξης ήταν <4 mm, από το επίπεδο του αορτικού δακτυλίου).
Αναλύθηκαν συνολικά 120 ασθενείς με συμπτωματική σοβαρού βαθμού στένωση αορτικής βαλβίδας που υποβλήθηκαν σε διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας με το σύστημα της CoreValveTM (Medtronic, Minneapolis, MN, USA) (Ομάδα 1: 65 ασθενείς και Ομάδα 2: 55 ασθενείς), ηλικίας 80,497,22, εκ των οποίων 57 (47,5%) ήταν άνδρες. Οι ασθενείς δε διέφεραν σημαντικά ως προς τα δημογραφικά, ανατομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, εκτός από το ιστορικό αρτηριακής υπέρτασης (Ομάδα 1: 87,7% έναντι Ομάδας 2: 72,7%, p= 0,038) και χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (Ομάδα 1: 43,1% έναντι Ομάδας 2: 16,4%, p= 0,002). Προδιαστολή διεξήχθη σε 45% των ασθενών (Ομάδα 1: 47,7% έναντι Ομάδας 2: 43,6%, p= 0,657). Η εμφύτευση ήταν επιτυχής (device success) στο 95% των ασθενών (Ομάδα 1: 92,3% έναντι Ομάδας 2: 98,2%, p= 0,147). Η μετατόπιση της βιοπρόθεσης από τη μη-στεφανιαία πτυχή ήταν μεγαλύτερη στην Ομάδα 2 (Ομάδας 1: 1,28±0,93mm έναντι Ομάδας 2: 3,12±1,94mm, p <0,001). Τα επίπεδα των δεικτών μυοκαρδιακής βλάβης ήταν στατιστικά σημαντικά μικρότερα στην Ομάδα 2, σε όλες τις χρονικές στιγμές μέτρησης τους. Επιπλέον, τα ποσοστά διαταραχών αγωγιμότητας και ανάγκης για εμφύτευση βηματοδότη άμεσα μετεπεμβατικά ήταν μικρότερα στην Ομάδα 2, χωρίς ωστόσο, να παρατηρείται σημαντική διαφορά. Η λειτουργικότητα της βαλβίδας δε διέφερε μεταξύ των 2 ομάδων τόσο άμεσα μετεπεμβατικά, όσο και κατά την παρακολούθηση των ασθενών στον 1 και 6 μήνες.
Μετά από περαιτέρω ανάλυση πιθανών παραμέτρων που επηρεάζουν την τελική θέση εμφύτευσης και τη μετατόπιση, διαπιστώθηκε ότι το ιστορικό αρτηριακής υπέρτασης και χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς επίσης και η εξέλιξη του σχεδιασμού της βιοπρόθεσης, η οποία επηρέασε σημαντικά την εμφάνιση ή μη διαταραχών αγωγιμότητας.