Περίληψη:
Εισαγωγή: Η μικροαλβουμινουρία (ΜΑ) αποτελεί δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου
στους ενήλικες• ο ρόλος της ωστόσο στους εφήβους είναι ασαφής.
Μέθοδοι: Σε 456 μαθητές (295 αγόρια, μέση ηλικία 14 έτη) μετρήθηκαν οι
σωματομετρικές παράμετροι, η αρτηριακή πίεση και ο λόγος αλβουμίνη προς
κρεατινίνη (Α/Κ) σε ένα δείγμα ούρων. Ως ΜΑ ορίστηκαν Α/Κ= 22-221 mg/g για
αγόρια και Α/Κ= 31-221 mg/g για κορίτσια. Μέσω ερωτηματολογίου αντλήθηκαν
πληροφορίες για δημογραφικά χαρακτηριστικά και ατομικές συνήθειες. H στατιστική
σημαντικότητα τέθηκε στο επίπεδο του p <0,05.
Αποτελέσματα: Με βάση τη διάμεση τιμή Α/Κ (Α/Κm) οι μαθητές χωρίστηκαν σε δύο
ομάδες. Οι μαθητές με Α/Κ >A/Km συγκριτικά με αυτούς με Α/Κ A/Km ήταν λιγότερο
συχνά αγόρια (53,5 έναντι 75,9%, p <0,001), μικρότερης ηλικίας (13,6 έναντι
14,4 έτη, p <0,001), με μικρότερο δείκτη μάζας σώματος (20,8 έναντι 22,8 kg/m2,
p <0,001) και χαμηλότερη συστολική ΑΠ (114,8 έναντι 119,0 mmHg, p <0,001). Σε
υποομάδα όπου μελετήθηκαν οι διατροφικές συνήθειες, τα παιδιά που ακολουθούσαν
τη μεσογειακή διατροφή εμφάνιζαν μικρότερα επίπεδα Α/Κ (7 έναντι 8 mg/g, p
<0,05). Από μελέτη πολλαπλής παλινδρόμησης, μόνο το άρρεν φύλο και ο δείκτης
μάζας σώματος ήταν ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες του log A/K.
Συμπεράσματα: Διαφορετικοί μηχανισμοί διέπουν την εμφάνιση αλβουμινουρίας στους
εφήβους απ’ ότι στους ενήλικες .
Λέξεις-κλειδιά:
Αλβουμινουρία, Αρτηριακή υπέρταση, Παιδιά, Καρδιαγγειακός κίνδυνος, Μεσογειακή διατροφή