Μελέτη των χαρακτηριστικών της αθηρωματικής στένωσης των καρωτίδων σε σταθερές και ασταθείς πλάκες και συσχέτιση με ειδικούς ανοσοϊστοχημικούς δείκτες σε ιστολογικά παρασκευάσματα

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2073317 257 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τομέας Χειρουργικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2017-10-25
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Τουφεκτζιάν Λεβόν
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Γεώργιος Ζωγράφος, Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Σπυρίδων Βασδέκης, Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Φίλης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Σωτήριος Γεωργόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Φραγκίσκα Σιγάλα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Εμμανουήλ Βαβουρανάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Χρήστος Μπακογιάννης, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη των χαρακτηριστικών της αθηρωματικής στένωσης των καρωτίδων σε σταθερές και ασταθείς πλάκες και συσχέτιση με ειδικούς ανοσοϊστοχημικούς δείκτες σε ιστολογικά παρασκευάσματα
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη των χαρακτηριστικών της αθηρωματικής στένωσης των καρωτίδων σε σταθερές και ασταθείς πλάκες και συσχέτιση με ειδικούς ανοσοϊστοχημικούς δείκτες σε ιστολογικά παρασκευάσματα
Περίληψη:
Σκοπός: Η καρωτιδική αθηροσκλήρυνση αποτελεί βασική αιτία ισχαιμικών εγκεφαλικών
επεισοδίων και η σύγχρονη αντιμετώπισή της περιλαμβάνει τη χειρουργική επαναγγείωση για
τις μέτρια και σοβαρές συμπτωματικές στενωτικές βλάβες. Η νεοαγγείωση της αθηρωματικής
πλάκας και ο πολλαπλασιασμός των τριχοειδών του έξω χιτώνα του αγγειακού τοιχώματος
συμβάλλουν στην πρόοδο και τη ρήξη των αθηροσκληρυντικών βλαβών. Η υπερηχογραφία της
καρωτίδας με σκιαγραφικό μέσο αποτελεί μία σχετικά νέα διαγνωστική μέθοδο, η οποία
εκμεταλλεύεται την ανάκλαση των υπερηχογραφικών κυμάτων από τις κυκλοφορούσες
μικροφυσαλλίδες, ενώ έχει αναφερθεί ότι τα ευρήματά της σχετίζονται με τη νεοαγγείωση της
αθηρωματικής πλάκας. Παρόλ’αυτά, κατά πόσο η ανίχνευση των μικροφυσαλλίδων με την
υπερηχογραφία ανταποκρίνεται αληθώς στα νεοαγγεία της πλάκας αποτελεί αντικείμενο
συζήτησης. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην εκτίμηση των νεοαγγείων σταθερών και ασταθών
καρωτιδικών βλαβών με την εφαρμογή υπερηχογραφίας με σκιαγραφικό και στη συσχέτιση των
ευρημάτων της με ιστολογικά και ανοσοϊστοχημικά δεδομένα.
Ασθενείς και μέθοδοι: Στη μελέτη αυτή συμπεριλήφθηκαν ασθενείς συμπτωματικοί ή με
γνωστούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου και καρωτιδικές αθηρωματικές πλάκες οι
οποίοι προγραμματίζονταν για καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή. Οι καρωτιδικές πλάκες αρχικά
αναγνωρίσθηκαν κατά τον έλεγχο με συμβατική δισδιάστατη υπερηχογραφία και στη συνέχεια
πραγματοποιήθηκε υπερηχογραφία με σκιαγραφικό μέσο. Οι καταγεγραμμένες εικόνες
εκτιμήθηκαν με τη χρήση μίας ημιαυτοματοποιημένης μεθόδου, καθορισμό της φωτεινότητας
προκαθορισμένων περιοχών ενδιαφέροντος και αναδρομική ανάλυση. Μετά την καρωτιδική
ενδαρτηρεκτομή, τα παρασκευάσματα των αθηρωματικών πλακών ταξινομήθηκαν είτε ως
ινοαθηρώματα (ταξης V), είτε ως επιπλεγμένες πλάκες (τάξης VI) και υπεβλήθησαν σε
ιστολογική και ανοσοϊστοχημική ανάλυση. Η ανοσοϊστοχημεία πραγματοποιήθηκε με
αντισώματα έναντι του VEGF (για τη χρώση νεοαγγείων) και έναντι των CD3, CD34 και CD68
για την αναγνώριση φλεγμονωδών και ενδοθηλιακών κυττάρων. Με τη χρήση οπτικού
μικροσκοπίου (x200) καθορίσθηκε ο αριθμός των νεοαγγείων κατ’οπτικό πεδίο, ενώ η
ποσοτικοποίησή τους πραγματοποιήθηκε με εξειδικευμένο λογισμικό.
Αποτελέσματα: Εκτιμήθηκαν είκοσι ένας ασθενείς (67,6 ± 10,2 έτη, 16 άνδρες) με μέσο βαθμό
καρωτιδικής στένωσης 86,9 ± 11,5%. Η ιστολογική ανάλυση ανέδειξε ότι 11 πλάκες ήταν τάξης
VI ή επιπλεγμένες και 10 ήταν ινοαθηρώματα. Η φωτεινότητα της αθηρωματικής πλάκας και
του καρωτιδικού αυλού κατά την υπερηχογραφία παρουσίασαν σημαντική αύξηση μετά τη
χορήγηση του σκιαγραφικού μέσου (p = 0,001, και στις δύο περιπτώσεις). Περαιτέρω, η
φωτεινότητα της πλάκας παρουσίασε σημαντική αύξηση τόσο για τις σταθερές, όσο και για τις
113
ασταθείς βλάβες (p = 0,018, και στις δύο περιπτώσεις). Η ανοσοϊστοχημεία ανέδειξε ότι τα
νεοαγγεία, όπως εκτιμήθηκαν με αντισώματα έναντι του CD34, ήταν σημαντικά περισσότερα
στις ασταθείς (τάξης VI), συγκριτικά με τις σταθερές (τάξης V) βλάβες (36,6 ± 17,4 έναντι 13,0
± 7,2 αντιστοίχως, p = 0,002). Επιπλέον, η έκφραση των αντισωμάτων VEGF και CD68 ήταν
υψηλότερη στις ασταθείς πλάκες (p = 0,021), ενώ η έκφραση των αντισωμάτων CD3 ήταν
συγκρίσιμη στις δύο κατηγορίες αθηρωματικών πλακών (p = 0,103). Η συσχέτιση μεταξύ της
αύξησης της φωτεινότητας της πλάκας προς τον αγγειακό αυλό κατά την υπερηχογραφία, της
πυκνότητας των νεοαγγείων και της παρουσίας φλεγμονωδών κυττάρων ήταν σημαντική μόνο
για τις σταθερές αθηρωματικές βλάβες, όπως αυτή εκτιμήθηκε με χρώσεις με αντισώματα έναντι
του CD34 (r = 0,800, p = 0,031) και του CD68 (r = 0,791, p = 0,034).
Συμπεράσματα: Ενώ τα νεοαγγεία της αθηρωματικής πλάκας, όπως αυτά εκτιμήθηκαν κατά
την ιστολογική και ανοσοϊστοχημική ανάλυση ήταν περισσότερα για τις επιπλεγμένες τάξης VI
βλάβες, η φωτεινότητα της πλάκας κατά την υπερηχογραφία με σκιαγραφικό ήταν εντονότερη
στις σταθερές τάξης V βλάβες. Επιπλέον, η σκιαγράφηση της πλάκας με μικροφυσαλλίδες
σχετιζόταν στενά με τον αριθμό των νεοαγγείων των σταθερών, αλλά όχι των επιπλεγμένων
βλαβών. Η απουσία αυτή συσχέτισης για τις τάξης VI αθηρωματικές πλάκες υποδεικνύει ότι η
είσοδος των μικροφυσαλλίδων στις βλάβες αυτές είναι δυνατό να πραγματοποιείται μέσω οδών
διαφορετικών από τα νεοαγγεία της πλάκας, όπως είναι οι διασχίσεις αυτής.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Αθηροσκλήρυνση, Νεοαγγειογένεση, Καρωτιδική πλάκα, Καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή, Υπερηχογραφία με σκιαγραφικό
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
325
Αριθμός σελίδων:
142
Levon Toufektzian-PhD Thesis.pdf (1 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο