Η συμβολή του Προεμμηνορυσιακού Συνδρόμου στη ρύθμιση της αρτηριακής ελαστικότητας και της αρτηριακής πίεσης

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2942547 410 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-04-07
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Στεργιώτης Στέφανος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Μπάκα Σταυρούλα , Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Επιβλέπουσα
Λαμπρινουδάκη Ειρήνη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πανουλής Κωνσταντίνος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ελευθεριάδης Μακάριος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή , ΕΚΠΑ
Καπαρός Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Σταματελόπουλος Κίμων, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πανοσκάλτσης Θεόδωρος, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Η συμβολή του Προεμμηνορυσιακού Συνδρόμου στη ρύθμιση της αρτηριακής ελαστικότητας και της αρτηριακής πίεσης
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Η συμβολή του Προεμμηνορυσιακού Συνδρόμου στη ρύθμιση της αρτηριακής ελαστικότητας και της αρτηριακής πίεσης
Περίληψη:
Εισαγωγή: Το Προεμμηνορυσιακό Σύνδρομο (PMS), αποτελεί μία αρκετά συχνή διαταραχή του εμμηνορροϊκού κύκλου. Περιλαμβάνει κλινικές εκδηλώσεις (σωματικές και συναισθηματικές) που παρουσιάζονται πριν και κατά την διάρκεια της περιόδου, με διαφορετική βαρύτητα σε κάθε γυναίκα. Οι ακριβείς μηχανισμοί που κρύβονται πίσω από την παθογένεσή του, δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ωστόσο φαίνεται πως έχει μία παθογένεια πολυπαραγοντική. Τα σωματικά συμπτώματα του συνδρόμου μπορεί να συνδέονται με μηχανισμούς αυξημένου φλεγμονώδους και οξειδωτικού στρες. Από την άλλη, τα συναισθηματικά συμπτώματα φαίνεται να επιβαρύνουν και αυτά την φλεγμονώδη διαδικασία.
Σκοπός: Από την στιγμή που η αθηρωμάτωση σχετίζεται με τα παραπάνω, θα γίνει μία αξιολόγηση της σχέσης που μπορεί να έχει το PMS με τον υποκλινικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σκοπός λοιπόν είναι η μελέτη της επίδρασης του προεμμηνορυσιακού συνδρόμου στην αγγειακή λειτουργία γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μηνιαίες μεταβολές σε βιοχημικούς, ορμονολογικούς, καθώς και δομικούς και λειτουργικούς δείκτες της αρτηριακής ελαστικότητας και της αρτηριακής πίεσης, σε άτομα με PMS και σε εκείνα χωρίς. Παράλληλα ερευνήθηκε η σχέση που μπορεί να έχουν τα επίπεδα της αντιμυλλέριου ορμόνης (ΑΜΗ) στις γυναίκες αυτές, με υποκλινική αθηρωματική νόσο.
Υλικά και Μέθοδοι: Συμμετείχαν στην μελέτη 70 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας 18 έως 45 ετών, οι οποίες απάντησαν θετικά σε ανακοίνωση σχετικά με την διενέργεια αιματολογικού, καθώς και αγγειολογικού ελέγχου από την Β’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών. Πραγματοποιήθηκαν δύο επισκέψεις κατά την όψιμη ωοθυλακική και την ωχρινική φάση της περιόδου τους. Στην πρώτη επίσκεψη ελήφθη πλήρες ατομικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό. Έγινε καταγραφή των σωματικών και ψυχικών συμπτωμάτων τους, με βάση ερωτηματολόγιο που αναπαριστούσε την κλίμακα του Μoos. Ο διαχωρισμός μεταξύ γυναικών PMS και μη, έγινε με βάση τα διαγνωστικά κριτήρια του πανεπιστημίου του San Diego της Καλιφόρνια. Η διάγνωση λοιπόν έγινε με βάση την παρουσία τουλάχιστον ενός σωματικού ή/και ενός ψυχικού συμπτώματος και μία διαφορά τουλάχιστον 30% στην ένταση τους μεταξύ πρώτης και δεύτερης επίσκεψης. Και στις δύο φάσεις ελήφθησαν βιοχημικός, ορμονολογικός έλεγχος, ανθρωπομετρικά στοιχεία και έγινε μέτρηση αγγειολογικών δεικτών από έμπειρο χειριστή.
Αποτελέσματα: Οι 70 γυναίκες του δείγματος είχαν μέση ηλικία 32,7 ± 6,5 έτη. Μία αντιστρόφως ανάλογη συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ του πάχους του έσω μέσου χιτώνα 15 (Intima Media Thickness) σε όλα τα τμήματα που μετρήθηκαν και της ln AMH. Έτσι o συντελεστής r και το p value για το Συνδυασμένο Καρωτιδικό ΙΜΤ, τo ΙΜΤ της κοινής καρωτιδικής αρτηρίας, του καρωτιδικού βολβού, της έσω καρωτιδικής αρτηρίας και της μηριαίας ήταν αντίστοιχα: -0,428 [p<0.001], -0,317 [p=0,009], -0,455 [p<0.001], -0,304 [=0,012] και -0,312 [p=0,010]. Επιπλέον τα επίπεδα ln AMH σχετίστηκαν αρνητικά με την ολική χοληστερόλη r coeff.= -0,273 [p=0,029] την LDL-C r coeff= -0,262 [p=0,037] και την ηλικία r coeff= -0,435 [p <0.001]. Δεν βρέθηκε συσχέτιση με τους λειτουργικούς αγγειακούς δείκτες. Τέλος από τις 70 γυναίκες που αρχικά παρουσιάστηκαν, μόνο οι 64 από αυτές επανήλθαν στο δεύτερο ραντεβού. Ο διαχωρισμός τους έδειξε ότι 48 από αυτές χαρακτηρίστηκαν ως PMS και 16 ως μάρτυρες. Η συσχέτιση των δύο αυτών γκρουπ, στις δύο φάσεις της περιόδου, με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και όλους τους υπόλοιπους δείκτες δεν είχε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, παρά μόνο για την προλακτίνη, που η μεταβολή της στην ωχρινική φάση ήταν χαμηλότερη στο γκρουπ του PMS (+1,9 ng/mL) από ότι στις μάρτυρες (+6,5 ng/mL ,p=0,032).
Συμπεράσματα: Από τα παραπάνω στοιχεία συμπεραίνεται ότι τα επίπεδα της ΑΜΗ σχετίζονται αντιστρόφως ανάλογα με τους δομικούς αγγειολογικούς δείκτες υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου, ενώ στα άτομα με PMS χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση ώστε να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των χαμηλότερων επιπέδων προλακτίνης στην ωχρινική φάση σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς PMS.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Προεμμηνορυσιακό σύνδρομο, Αρτηριακή ελαστικότητα, ΑΜΗ
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
141
Αριθμός σελίδων:
121
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.

Stergiotis Stefanos PhD.pdf
2 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.