Μονάδα:
Τμήμα ΙατρικήςΒιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2022-07-04
Συγγραφέας:
Ντόντση Πολυξένη
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Λουκίδης Στυλιανός, Καθηγητής, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Παπίρης Σπυρίδων, Καθηγητής, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Κουτσούκου Αντωνία, Καθηγήτρια, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Τσαγκάρης Ηρακλής, Καθηγητής, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Μπακάκος Πέτρος, Καθηγητής, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Ροβίνα Νικολέττα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Μάναλη Ευφροσύνη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Iατρική Σχολή, EKΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Φλεγμονώδεις εκπνεόμενοι δείκτες σε ασθενείς με άσθμα και φαινότυποι άσθματος
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Φλεγμονώδεις εκπνεόμενοι δείκτες σε ασθενείς με άσθμα και φαινότυποι άσθματος
Περίληψη:
1.Θερμοκρασία Εκπνεόμενου Αέρα σε ασθενείς που λαμβάνουν βέλτιστη θεραπευτική αγωγή: Βαρύτητα και υποκείμενοι μηχανισμοί.
Εισαγωγή: Αυξημένη αγγείωση ενδέχεται να προκαλέσει απώλεια θερμότητας στους αεραγωγούς και ενδέχεται να τροποποιήσει την Θερμοκρασία Εκπνεόμενου Αέρα (EBT). Η αυξημένη (EBT) πιθανά σχετίζεται με μη ελεγχόμενο άσθμα.
Σκοπός: Θέλουμε να προσδιορίσουμε εάν η μέτρηση της EBT σε ασθματικούς ασθενείς που λαμβάνουν τη βέλτιστη θεραπευτική αγωγή επηρεάζεται από την αυξημένη αγγειακή διαπερατότητα και εάν εμπλέκεται ο Αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) στην ανωτέρω διαδικασία. Επιπλέον, θέλουμε να αξιολογήσουμε την επίδραση της βαρύτητας του άσθματος στις τιμές EBT. Αξιολογήθηκε επίσης η διαγνωστική ικανότητα της EBT για την αναγνώριση του προφίλ της φλεγμονής στα προκλητά πτύελα.
Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 88 σταθεροί ασθματικοί ασθενείς που ελάμβαναν βέλτιστη θεραπεία για τουλάχιστον 6 μήνες (46 με Σοβαρό Ανθιστάμενο στη Θεραπεία Άσθμα, SRA). Η EBT μετρήθηκε με το συσκευή Xhalo. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε σπιρομέτρηση, πρόκληση πτυέλων για τη μέτρηση του ποσοστού % φλεγμονωδών κυττάρων και για την αξιολόγηση τόσο του VEGF όσο και της αλβουμίνης στο υπερκείμενο των πτυέλων. Ο δείκτης/τιμή της αγγειακής διαπερατότητας στους αεραγωγούς (AVP) υπολογίστηκε ως η αναλογία συγκεντρώσεων αλβουμίνης στα προκλητά πτύελα και στον ορό.
Αποτελέσματα: η EBT (οC) ήταν σημαντικά υψηλότερη σε ασθενείς με SRA σε σύγκριση με τους πάσχοντες από ήπιο έως μέτριο άσθμα [διάμεσος IQR 34.2 [32.4-34.6] έναντι 31.8 [26.3-34.1], p=0.001]. Η EBT σχετιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τα επίπεδα VEGF στο υπερκείμενο των προκλητών πτυέλων, ενώ το σοβαρό άσθμα αναγνωρίστηκε ως σημαντική συμμεταβλητή. Δεν παρατηρήθηκαν άλλες σημαντικές συσχετίσεις. Τέλος, στην ανάλυση ROC η διαγνωστική απόδοση του EBT για το αμιγές ηωσινοφιλικό ή/και το ουδετεροφιλικό προφίλ δεν ξεπέρασε το όριο της στατιστικής σημαντικότητας.
Συμπέρασμα: η EBT αυξάνεται στο σοβαρό άσθμα και τροποποιείται σε σημαντικό βαθμό από τα επίπεδα VEGF. Παρά τα ανωτέρω αποτελέσματα η απόδοσή της για την πρόβλεψη κυτταρικών προφίλ έχει περιορισμένη αξία.
2.Μεταβολομική ανάλυση του συμπυκνώματος εκπνοής (EBC) για τη βαρύτητα του άσθματος
Το άσθμα είναι μια ετερογενής νόσος ποικίλης βαρύτητας και προκαλεί σημαντική επιβάρυνση σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Το Συμπύκνωμα Εκπνεόμενου Αέρα (EBC) είναι ένα βιολογικό υγρό που συλλέγεται απευθείας από τον βλεννογόνο της αναπνευστικής οδού με μη επεμβατική μέθοδο. Σκοπός της μελέτης είναι να διαχωρίσουμε το σοβαρό από το ήπιο-μέτριο άσθμα με τη χρήση της μεταβολομικής, βασισμένης τόσο στην τεχνική φασματοσκοπίας Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (NMR) όσο και στην υψηλής απόδοσης υγρής χρωματογραφίας-φασματομετρίας μάζας (UHPLC-MS). Συμμετείχαν 36 ασθενείς σε αυτήν τη μελέτη (15 ασθενείς με σοβαρό και 21 με ήπιο-έως-μέτριο άσθμα). Το EBC συλλέχθηκε και αναλύθηκε με τη χρήση τόσο της τεχνικής NMR όσο και της UHPLC-MS για πιθανούς μεταβολίτες. Η ανάλυση των δεδομένων UHPLC-MS με τη χρήση PLS and oPLS δεν εντόπισε κανένα μεταβολίτη επαρκή για τον διαχωρισμό της βαρύτητας του άσθματος. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιήθηκε ένα διαφορετικό PLS-μοντέλο παλινδρόμησης εντοπίστηκαν πέντε μεταβολίτες που διαχώρισαν το σοβαρό από το ήπιο-έως-μέτριο άσθμα. Το αμινοξύ λυσίνη ήταν ο μόνος μεταβολίτης που διαχώριζε τις δύο ομάδες μελέτης με την χρήση δεδομένων NMR (p = 0.04, έλεγχος t μιας μεταβλητής t-test με διόρθωση Welch’s, AUC 0.66). Το EBC είναι ένα ευχερώς προσπελάσιμο βιολογικό υλικό που αντιπροσωπεύει άμεσα τους κατώτερους αεραγωγούς αλλά είναι δύσχρηστο στην μεταβολομική ανάλυση. Η μελέτη μας παρουσιάζει μερικά ενθαρρυντικά ευρήματα για τον διαχωρισμό του άσθματος σε υποομάδες βαρύτητας με την χρήση της μεταβολομικής στο EBC αλλά απαιτείται η διεξαγωγή περισσότερων και καλύτερα σχεδιασμένων μελετών, με τη συμμετοχή περισσότερων ασθενών.
3. Κλινικά, λειτουργικά και φλεγμονώδη χαρακτηριστικά σε ασθενείς με ακοκκιοκυτταρικό άσθμα: Σύγκριση με διάφορους φαινοτύπους στα πτύελα.
Εισαγωγή: Βάσει μετρήσεων των κυτταρικών πληθυσμών σε προκλητά πτύελα διακρίνονται τέσσερις διαφορετικοί φαινότυποι άσθματος (ηωσινοφιλικό, ουδετερoφιλικό, μικτό και ακοκκιοκυτταρικό). Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι ο εντοπισμός των λειτουργικών και φλεγμονωδών χαρακτηριστικών των ασθενών με ακοκκιοκυτταρικό άσθμα.
Μέθοδοι: 240 ασθενείς ταξινομήθηκαν στους τέσσερις φαινότυπους, βάσει μετρήσεων των κυτταρικών πληθυσμών στα προκλητά πτύελα. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε έλεγχο πνευμονικής λειτουργίας και μετρήσεις του εκπνεόμενου μονοξειδίου του αζώτου (FeNO). Επιπλέον, διεξήχθησαν μετρήσεις των επιπέδων της ιντερλευκίνης 8 (IL-8), της ιντερλευκίνης 13 (IL-13) και της ηωσινοφιλικής κατιονικής πρωτεΐνης (ECP) στο υπερκείμενο των πτυέλων. Επίσης καταγράφηκαν η θεραπεία, ο έλεγχος άσθματος και η παρουσία Σοβαρού Ανθεκτικού στη Θεραπεία Άσθματος (SRA).
Αποτελέσματα: Οι ασθενείς εντάχθηκαν στους τέσσερις φαινότυπους ως ακολούθως: ηωσινοφιλικός (40%), μικτός (6.7 %), ουδετεροφιλικός (5.4%) και ακοκκιοκυτταρικός (47.9%). Αν και τα Τεστ Ελέγχου του Άσθματος (ACT) δεν εμφάνισαν διαφορές μεταξύ των ομάδων, οι ασθενείς με ακοκκιοκυτταρικό άσθμα παρουσίασαν καλύτερη πνευμονική λειτουργία (FEV1%pred) (διάμεσος (IQR):71.5(59.0-88.75) έναντι 69.0(59.0-77.6) έναντι 68.0(60.0-85.5) έναντι 80.5(69.7-95.0), p=0.009] για το ηωσινοφιλικό, μικτό, ουδετεροφιλικό και ακοκκιοκυτταρικό άσθμα αντίστοιχα, p=0.009). Παρατηρήθηκαν περισσότερες περιπτώσεις Σοβαρού Ανθεκτικού στη Θεραπεία Άσθματος (SRA) στον ηωσινοφιλικό και στο μικτό φαινότυπο (41.6% και 43.7% αντιστοίχως) και λιγότερες στον ουδετεροφιλικό και ακοκκιοκυτταρικό (25% και 21.7% αντίστοιχα, p=0.01). Όλα τα επίπεδα FeNO, ECP και IL-8 ήταν χαμηλά στο ακοκκιοκυτταρικό και όπως αναμενόταν τα επίπεδα FeNO και ECP ήταν υψηλότερα στο ηωσινοφιλικό και μικτό άσθμα, ενώ τα επίπεδα IL-8 ήταν αυξημένα σε ασθενείς με ουδετεροφιλικό και μικτό άσθμα (p<0.001 σε όλες τις συγκρίσεις). Είναι αξιοσημείωτο πως 14.8% των ασθενών με ακοκκιοκυτταρικό άσθμα παρουσίασαν φτωχό έλεγχο του άσθματος.
Συμπέρασμα: Το ακοκκιοκυτταρικό άσθμα αποτελεί πιθανότατα έναν «καλοήθη» φαινότυπο άσθματος, με καλή ανταπόκριση σε θεραπεία και όχι έναν «πραγματικό» φαινότυπο άσθματος. Ωστόσο, οι ακοκκιοκυτταρικοί ασθενείς των οποίων η κατάσταση παραμένει μη ελεγχόμενη παρά τη βέλτιστη θεραπεία αποτελούν μια ομάδα ασθματικών που χρήζει περαιτέρω μελέτης για ενδεχόμενες καινοτόμες εστιασμένες παρεμβάσεις.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Άσθμα, Φαινότυποι, Εκπνεόμενη θερμακρασία, Ακοκκιοκυτταρικό, Μεταβολισμική
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
322