Μονάδα:
Τμήμα ΙατρικήςΒιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2022-07-07
Συγγραφέας:
Γουργούλη Ιωάννα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Χριστόδουλος Στεφανάδης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Χαράλαμπος Βλαχόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Τσιούφης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Τούτουζας, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνα Αγγέλη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ιγνάτιος Οικονομίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μαρία-Ευαγγελία Μόσχου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Εκτίμηση της επίδρασης της ενδοφθάλμιας χρήσης της ranibizumab στην αρτηριακή υπέρταση και την αρτηριακή σκληρία σε ασθενείς με ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Εκτίμηση της επίδρασης της ενδοφθάλμιας χρήσης της ranibizumab στην αρτηριακή υπέρταση και την αρτηριακή σκληρία σε ασθενείς με ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (ΗΕΩ) είναι η κύρια αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας όρασης στις ανεπτυγμένες χώρες. Υπάρχουν δύο τύποι ΗΕΩ, η ξηρή (ατροφική) και η υγρή (νεοαγγειακή ή εξιδρωματική). Η εξιδρωματική ΗΕΩ είναι ένας τύπος προχωρημένης νόσου που χαρακτηρίζεται από παθολογικό πολλαπλασιασμό και διαρροή μη φυσιολογικών νεοαγγείων στην περιοχή της ωχράς κηλίδος. Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, η χρόνια φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες έχουν συνδεθεί με την παθογένεια αυτής της νόσου. Η αορτική σκληρία και η συστηματική φλεγμονή είναι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες του καρδιαγγειακού κινδύνου. Αν και η παθογένεση της νεοαγγειακής AMD δεν είναι πλήρως γνωστή, ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) αναγνωρίζεται ως ο κύριος ενεργοποιητής της νεοαγγείωσης. Η θεραπεία με τον αντι-VEGF παράγοντα ρανιμπιζουμάμπη, που εγχέεται ενδοϋαλοειδικά, μπορεί να αναστρέψει την πορεία της εξιδρωματικής ΗΕΩ. Προς το παρόν, δεν έχει βρεθεί κάποιος συγκεκριμένος και αξιόπιστος δείκτης που να βοηθά στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία με ρανιμπιζουμάμπη.
Σκοπός: Η διερεύνηση της παρατεταμένης επίδρασης της θεραπείας με ενέσεις ρανιμπιζουμάμπης στην αρτηριακή σκληρία, την αρτηριακή πίεση και τη συστημική φλεγμονώδη ενεργοποίηση και η συσχέτιση των αλλαγών σε αυτούς τους συστημικούς βιοδείκτες με την ανταπόκριση των ασθενών στη θεραπεία.
Μέθοδοι: 54 ασθενείς (μέση ηλικία: 76±10 έτη) με πρόσφατα διαγνωσθείσα ΗΕΩ υγρού τύπου έλαβαν τρεις διαδοχικές μηνιαίες ενδοϋαλοειδικές ενέσεις ranibizumab (0,5 mg) (αρχική δόση εφόδου). Η ΑΠ και η ταχύτητα παλμικού κύματος (PWV) μετρήθηκαν στην έναρξη (περίπου 2 ημέρες πριν από την πρώτη ένεση), 24 ώρες μετά την πρώτη και δεύτερη ένεση (χρονικό διάστημα μεταξύ των ενέσεων: 1 μήνας) και 1 μήνα μετά την τρίτη ένεση . Τα επίπεδα ιντερλευκίνης-6 υψηλής ευαισθησίας (hsIL-6) στον ορό μετρήθηκαν σε τρία χρονικά σημεία (βασική γραμμή, 24 ώρες μετά την πρώτη ένεση και 1 μήνα μετά την τρίτη ένεση). Η κρεατινίνη ορού, τα επίπεδα γλυκόζης αίματος νηστείας και των λιπιδίων μετρήθηκαν στην έναρξη και 1 μήνα μετά τη τρίτη ένεση. Η ανταπόκριση στις ενέσεις ρανιμπιζουμάμπης εξετάστηκε σύμφωνα τόσο με λειτουργικά όσο και με ανατομικά κριτήρια της ωχράς κηλίδας, που προέκυψαν μετά από πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο των ασθενών.
Αποτελέσματα: Η ενδοϋαλοειδική χορήγηση της ρανιμπιζουμάμπης προκάλεσε μείωση του PWV μετά την πρώτη (κατά 0,36±1,4 m/s) και τη δεύτερη ένεση (κατά 0,31±1,4 m/s) και παρέμεινε μειωμένη 1 μήνα μετά τη τρίτη ένεση (συνολική P<0,05). Η PWV μειώθηκε σημαντικά στους καλούς ανταποκρινόμενους (σύμφωνα με τα κλινικά κριτήρια και τα ευρήματα του βυθού, P=0,004), ενώ η τιμή της αυξήθηκε σε άτομα με κακή ανταπόκριση (P=0,21) κατά την περίοδο της μελέτης. Στους ασθενείς που ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία, η hsIL-6 μειώθηκε μετά την πρώτη ένεση και παρέμεινε μειωμένη 1 μήνα μετά τη τρίτη ένεση (κατά 0,63±0,35 pg/ml, P=0,02). Η PWV (P=0,005) και η hsIL-6 (P=0,042) ήταν ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες βελτίωσης μετά την προσαρμογή για την ηλικία και την παρουσία υπέρτασης και διαβήτη. Η μείωση του PWV καθ' όλη την περίοδο της μελέτης συσχετίστηκε θετικά με τη μείωση της hsIL-6 (r=0,36, P<0,01).
Συμπέρασμα: Οι ενδοϋαλοειδικές ενέσεις ρανιμπιζουμάμπης οδηγούν σε μείωση της PWV και της hsIL-6. Και οι δύο παράμετροι προβλέπουν κλινική βελτίωση και μπορεί να βοηθήσουν στη βελτίωση της στόχευσης της θεραπείας και ως εκ τούτου του θεραπευτικού αποτελέσματος σε ασθενείς με εξιδρωματική ΗΕΩ.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Αρτηριακή σκληρία, Ιντερλευκίνη-6, Ρανιμπιζουμάμπη, Αντι-αγγειογενετική θεραπεία, Ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
268
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.
Gourgouli Ioanna PhD.pdf
4 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.