Περίληψη:
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη ενός πλαισίου αυτορρύθμισης εντός των τραπεζών, που σχετίζεται ουσιαστικά με την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και δημιουργείται κατόπιν της αλληλεπίδρασης σημαντικών δρώντων του τραπεζικού συστήματος: των Διαχειριστών Κινδύνου και των Εποπτικών Αρχών.
Το σύνολο των συζητήσεων, που εμφανίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία, αντικατοπτρίζει το γενικό κλίμα, που κυριαρχεί ως προς αυτήν την κατεύθυνση. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος, από τον τομέα της ανάλυσης κινδύνων σε αυτόν της διαχείρισης κινδύνων των τραπεζικών ιδρυμάτων, δημιουργεί ένα φάσμα σημαντικών παρατηρήσεων. Οι διαχειριστές κινδύνων έχουν σκοπό να παρουσιάσουν τον τρόπο οργάνωσης της μονάδας τους και όχι τι κάνουν στην πραγματικότητα. Σε αυτό συμβάλλει η πλαισίωση της από δομημένα συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης. Τα τελευταία προβάλλουν πως η εταιρική ηθική και δεοντολογία, που προασπίζεται η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, διοχετεύεται ουσιαστικά σε αυτά. Ωστόσο, οι σημαντικές ελλείψεις αυτού του θεσμικού πλαισίου, το κερδοσκοπικό μένος πολλών διαχειριστών κινδύνων, τα διάφορα σκάνδαλα, που έχουν τη βάση τους σε αυτές τις μονάδες και το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, που προκλήθηκε από τις τράπεζες, αποδεικνύουν κατά ένα μεγάλο βαθμό την ανεπάρκεια αυτού του συστήματος. Από τα παραπάνω, διαπιστώνει κανείς πως υπάρχει ανάγκη για μια Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις θα έχουν ευθύνη για τον αντίκτυπο των πράξεών τους στην κοινωνία. Στο χώρο των τραπεζικών ιδρυμάτων, αυτή θα αναζητηθεί με μια μορφή εσωτερικής αυτορρύθμισης, που αφορά τη σχέση αυτών των διαχειριστών κινδύνων και των ελεγκτικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη δράση των πρώτων. Εντούτοις, μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας κάνει λόγο για τον παραλογισμό των Εποπτικών Αρχών, την εξαφάνιση του πορτρέτου του ‘καλού επιθεωρητή’. Ως εκ τούτου, ο αναποτελεσματικός έλεγχος των μονάδων αυτών αφενός οδηγεί σε φαινόμενα εσωτερικής και εξωτερικής επίκρισης των ατόμων που τις απαρτίζουν, αφετέρου έχει μέρος ευθύνης σε οικονομικά σκάνδαλα, που επιφέρουν δυσάρεστες συνέπειες στον κοινωνικό ιστό. Η χρηματοοικονομική κρίση μπορεί να θεωρηθεί μια κρίση κοινωνικής ευθύνης, η οποία αφορά καθέναν από τους παραπάνω παράγοντες και τη μεταξύ τους δυσαρμονική αλληλοεπίδραση, εις βάρος της δομής του κοινωνικού συστήματος.
Βάσει των παραπάνω, επιχειρήθηκε μια εμπειρική διερεύνηση του ζητήματος στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τα συμπεράσματα, που προέκυψαν, συνοψίζονται ως εξής: η περίπτωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και του κοινωνικού και πολιτικού του
4
πλαισίου αποτελεί μια μοναδική περίπτωση για τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, γεγονός που επιτάσσει την ξεχωριστή του μελέτη. Ο υγιής ελληνικός τραπεζικός χώρος δεν ήταν αυτός που έφερε την κρίση στην κοινωνία, αλλά το κράτος. Δηλαδή, η αξιοπιστία των ελληνικών τραπεζών δεν είχε αμφισβητηθεί, ούτε είχε διαταραχθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό η σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο. Αυτός είναι ένας λόγος, για τον οποίο η διαχείριση κινδύνων κινείται περισσότερο σε μια λογική ανάλυσης των κινδύνων, παρά στην καλή εικόνα των τραπεζών προς τα έξω. Η ίδια δεν είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη, ούτε καθίσταται μοναδικά υπεύθυνη για το μέρος των εργασιών, το οποίο απασχολεί και τις υπόλοιπες μονάδες της τράπεζας. Αντίστοιχα, όταν το σύνολο των ενεργειών κάποιου δεν φέρει το μεγαλύτερο βάρος ευθύνης, αυτόματα δεν αποτελεί άμεσο στόχο εσωτερικής ή εξωτερικής επίκρισης.
Από την εμπειρική έρευνα, επίσης, διαπιστώθηκε ότι ένα εποπτικό σύστημα δεν μπορεί να ανήκει απόλυτα σε μια λογική παραλογισμού, αλλά ούτε εξ ολοκλήρου σε μια λογική ευελιξίας. Βάσει αυτού, προσδιορίζεται, επίσης, το είδος σχέσης της Εποπτείας με τους διαχειριστές. Οι Επόπτες δεν υιοθετούν μια άκαμπτη στάση απέναντί τους, ωστόσο, μπορεί να έχουν έναν πιο ενεργητικό ρόλο, που συντελεί στη δημιουργία ενός πλαισίου αυτορρύθμισης μεταξύ αυτών και των διαχειριστών, το οποίο είναι σχετικό με την ουσία της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Εντούτοις, το είδος αλληλεπίδρασης, που μπορεί έχει καθοριστική επίδραση, τόσο εντός της τράπεζας όσο και εκτός, στην κοινωνία, εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ της Εποπτείας και του Διευθύνοντος Συμβούλου (Chief Executive Officer- CEO) μιας τράπεζας. Αυτό συμβαίνει, διότι ο CEO είναι το υποκείμενο, του οποίου τις προτάσεις η Εποπτεία λαμβάνει πρωτίστως υπόψη της. Μια τέτοια ηγεσία, που περιγράφει το ηθικό κλίμα του οργανισμού (tone at the top), δύναται να αποτελέσει ένα ουσιαστικό πρότυπο αρχών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και διάχυσής του ‘από πάνω προς τα κάτω’. Αν και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι υπεύθυνο για τις συνέπειες της κρίσης, έχουν διαπιστωθεί ορισμένες αδυναμίες, που συνιστούν αναγκαία αυτήν την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ως δραστηριότητα επαναφοράς αξιών.
Λέξεις-κλειδιά:
Κίνδυνος Φήμης, εταιρική διακυβέρνηση, Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, Internal-External Blame, Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου (ΣΕΕ), διαχείριση κινδύνων, εποπτεία πιστωτικού συστήματος.