Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Μπαλτόπουλος, Π., Αναπληρωτής Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Μαριδάκη Μ., Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Παπαχαραλάμπους Ξ., Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η τυχόν επιρροή της χρόνιας σωματικής άσκησης στη μαστογραφική πυκνότητα μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Για τη διερεύνηση του θέματος επιλέχθηκαν δύο ομάδες 31 γυναικών με φυσιολογική εμμηνόπαυση τουλάχιστον για το τελευταίο έτος από την περιοχή της Αττικής. Οι συμμετέχουσες ελέγχθηκαν σε όλες τις ορμονικές και παραμέτρους τρόπου ζωής που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μαστογραφική τους εικόνα (πρώτη έμμηνος ρύση στα 11-14 έτη, απόκτηση 1-3 παιδιών σε ηλικίες < 35 ετών, θηλασμός, αρνητικό ιστορικό αποβολών, αποξέσεων, ατομικό και οικογενειακό καρκίνου του μαστού, λήψης οιστρογόνων, υστερεκτομής, καλοήθους πάθησης στο μαστό) (Henderson, et al., 1988; McPherson, et al., 2000; Ng, Gao, Ji, Ho, & Soo, 1997). Μετά τη λήψη ιατρικού ιστορικού για τη διασφάλιση των προϋποθέσεων, πραγματοποιηθήκαν μετρήσεις ύψους και βάρους των γυναικών προς υπολογισμό του δείκτη μάζας σώματος (Δ.Μ.Σ), και συμπληρώθηκε ερωτηματολόγιο αποτίμησης της φυσικής δραστηριότητας κατά τον ελεύθερο χρόνο για την τελευταία πενταετία των Kriska και συνεργατών (1997) κατάλληλα προσαρμοσμένο στην ελληνική γλώσσα σύμφωνα με τις οδηγίες των Beaton και συνεργατών, (2000) . Τα πέντε χρόνια αποτελούν το παράθυρο έκθεσης στην άσκηση ώστε να προκληθούν ικανές αλλαγές στο μαστό (Swerdlow, et al., 2002). Υπολογίσθηκαν τα μεταβολικά ισοδύναμα άσκησης (ΜΕΤ) και συγκροτήθηκαν οι δύο ομάδες, των μη ασκούμενων με < 3 ΜΕΤ και των ασκούμενων με ≥ 6 ΜΕΤ. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε μαστογραφική κεφαλουραία λήψη του δεξιού μαστού (RCC) και έγινε οπτική αποτίμηση- κατάταξη από δύο αξιολογητές στις κλίμακες κατά Tabar, BIRADS, και αποδόθηκε το BIRADS score που αποδίδει την πρόγνωση και περαιτέρω συμβουλευτική της εξεταζόμενης. Κατά τη διαδικασία των αναλύσεων προέκυψε ένα τυχαίο εύρημα καρκίνου (1,6%) το οποίο παραπέμφθηκε για θεραπεία, σε συμφωνία με την επίπτωση 1,36% της νόσου στο γενικό πληθυσμό. Οι δύο αξιολογητές εμφάνισαν 93,55% συμφωνία εξασφαλίζοντας τη συνέχεια της διαδικασίας. Έγινε συγκριτικός έλεγχος των δύο ομάδων με τη στατιστική μέθοδο t test για ανεξάρτητα δείγματα και επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας το p<0,05. Στην κατά Tabar ταξινόμηση τα ευρήματά μας δεν ήταν στατιστικώς σημαντικά, συνεπώς αυτή η μέθοδος ανάγνωσης μαστογραφιών φαίνεται να μην ανιχνεύει διαφορές στην πυκνότητα ασκούμενων γυναικών. Στην κατά BIRADS ταξινόμηση βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στη μαστογραφική πυκνότητα μεταξύ των δύο ομάδων συμφωνώντας με τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα (Jeffreys, et al.; Peters, et al., 2007). To BIRADS score έδειξε την καλοήθη μορφολογία της μαστογραφίας με 77,4% των συμμετεχουσών να εμφανίζουν φυσιολογική εξέταση χωρίς ανάγκη περαιτέρω ελέγχου, σύμφωνα με τα ποσοστά του γενικού πληθυσμού (Tumino, et al., 2003). Συνεπώς, φαίνεται ότι τα ευρήματα εξαρτώνται από τη χρήση της κατάλληλης μεθόδου μαστογραφικής αποτίμησης, στη προκειμένη περίπτωση την BIRADS. Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που ασχολούνται απρόσκοπτα με τη σωματική άσκηση κατά τον ελεύθερο χρόνο φαίνεται ότι ευνοούνται μαστογραφικά μέσω ορμονικών ή μεταβολικών μηχανισμών. Δεδομένου ότι το ερευνητικό πεδίο που αφορά τη μαστογραφία και την άσκηση είναι ακόμη αρκετά ανεξερεύνητο, θα μπορούσε να συνεχιστεί η ερευνητική προσπάθεια ώστε να τεκμηριωθεί η προστατευτική επίδραση της άσκησης, αλλά και να δοθεί κάποια μορφή συμβουλευτικής για την πρωτογενή πρόληψη της επικίνδυνης αυτής ασθένειας.