Η πρόσληψη των ιστορικών συνθηκών στην τέχνη της Πελοποννήσου κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο με βάση τη μνημειακή ζωγραφική, τις επιγραφές και τις παραστάσεις των δωρητών: η περίπτωση της Λακωνίας (1204-1349)

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2963039 222 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-10-19
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Τακούμη Άννα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Σοφία Καλοπίση-Βέρτη (επιβλέπουσα), Ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Μαρία Παναγιωτίδη, Ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Βικτωρία Κέπετζη, τ. Επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Αναστασία Δρανδάκη, επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Αντωνία Κιουσοπούλου, καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας, ΕΚΠΑ
Βασιλική Φωσκόλου, επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Νικόλαος Ξιώνης, αναπληρωτής καθηγητής Δογματικής, Θεολογική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Η πρόσληψη των ιστορικών συνθηκών στην τέχνη της Πελοποννήσου κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο με βάση τη μνημειακή ζωγραφική, τις επιγραφές και τις παραστάσεις των δωρητών: η περίπτωση της Λακωνίας (1204-1349)
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Η πρόσληψη των ιστορικών συνθηκών στην τέχνη της Πελοποννήσου κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο με βάση τη μνημειακή ζωγραφική, τις επιγραφές και τις παραστάσεις των δωρητών: η περίπτωση της Λακωνίας (1204-1349)
Περίληψη:
Η Πελοπόννησος, ως τόπος συνύπαρξης Φράγκων και Βυζαντινών μετά το 1204, αποτελεί ένα εξαιρετικό πεδίο έρευνας θεμάτων ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας, πολιτισμικής συνδιαλλαγής ή αντιπαλότητας. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην ιστορία και την εντοίχια ζωγραφική των μνημείων του νοτιοανατολικού της τμήματος, που σήμερα εγγράφεται περίπου στα σύγχρονα όρια του νομού Λακωνίας. Η περιοχή αυτή συνιστά την πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, από ιστορικής πλευράς οι κάτοικοι της βίωσαν τόσο την κατάκτηση από τους Φράγκους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, όσο και την απελευθέρωση από τους Βυζαντινούς, που επικυρώθηκε ουσιαστικά με την παράδοση των τεσσάρων κάστρων -Μονεμβασίας, Μυστρά, Γερακίου και Μαΐνης (1262). Αυτή η ανακτηθείσα περιοχή αποτελούσε βεβαίως το νοτιοδυτικό σύνορο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ βρισκόταν και σε άμεση γειτνίαση με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Δεύτερον, από πλευράς τέχνης σώζεται ένα πλήθος ναών με διάκοσμο, που καλύπτει χρονικά σχεδόν κάθε φάση της τοπικής ιστορίας, επιτρέποντας την συναγωγή πολλαπλών συμπερασμάτων. Τα μνημεία αυτά, στην πλειοψηφία τους έχουν καταγραφεί, χρονολογηθεί και μελετηθεί, ενώ ορισμένα παραμένουν αδημοσίευτα. Ωστόσο δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι σήμερα μία συνθετική και κριτική μελέτη της λακωνικής μνημειακής ζωγραφικής, που να αναδεικνύει το πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει για πρώτη φορά τις τοιχογραφίες των λακωνικών ναών σε συνδυασμό με τις επιγραφές, τις παραστάσεις των δωρητών, αλλά και τις πληροφορίες που αντλούνται από ιστοριογραφικά, εκκλησιαστικά, θεολογικά, ρητορικά και άλλα κείμενα, ώστε να διαφανεί η πρόσληψη και ο τρόπος αντανάκλασης των σύγχρονων ιστορικών συνθηκών στον εντοίχιο διάκοσμο των εκκλησιών της Λακωνίας, όπως τις βίωσε η τοπική κοινωνία. Σε αυτή την προοπτική πραγματοποιείται καταρχάς μια σε βάθος μελέτη των κύριων θεολογικών ζητημάτων που διαφοροποιούσαν τη λατινική χριστιανική αντίληψη από την ορθόδοξη, όπως αυτά τέθηκαν εκ νέου στις συζητήσεις του 13ου αιώνα στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης ένωσης των δύο Εκκλησιών, δηλαδή το παπικό πρωτείο, τη χρήση ένζυμου ή άζυμου άρτου και το filioque. Διερευνώνται επίσης θεματικές που άπτονται, εν συντομία, της δυτικής ζωγραφικής στο πριγκιπάτο της Αχαΐας με βάση τα ελάχιστα σπαράγματα τοιχογραφιών που έχουν διασωθεί στο ναό του Αγίου Φραγκίσκου στη Γλαρέντζα, κυρίως όμως της βυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής των ναών της Λακωνίας. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται επισταμένως ζητήματα της εξέλιξης της ζωγραφικής έκφρασης και παράδοσης, εικονογραφικά και τεχνοτροπικά, σε σχέση πάντα με τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής, του ρόλου της Μονεμβασίας και του Μυστρά ως κάστρων-κέντρων εξουσίας και ελέγχου της ευρύτερης περιοχής, καθώς και του βαθμού αφομοίωσης ή μη δυτικών πολιτιστικών στοιχείων. Με την ανάπτυξη μιας οπτικής που συνδέει καίρια θέματα πολιτικής ιδεολογίας, θεολογικής σκέψης και εκκλησιαστικής παράδοσης με τους τρόπους αντανάκλασης αυτών των συνισταμένων στην τέχνη, αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και στη συνέχεια της Κωνσταντινούπολης στις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, αλλά και της Μονεμβασίας και αργότερα του Μυστρά, που ως κέντρα βυζαντινής εξουσίας στη λακωνική περιοχή, αποτέλεσαν τους διαύλους επικοινωνίας των τοπικών κοινοτήτων με την πολιτική του κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, με τη συνδυαστική ερευνητική προσέγγιση παραστάσεων, γραπτών πηγών και αρχαιολογικών θέσεων, ο ζωγραφικός διάκοσμος των λακωνικών μνημείων αποτελεί τελικά πολύτιμη μαρτυρία για τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων της εποχής.
Το κύριο σώμα της διατριβής επικεντρώνεται σε έντεκα επιλεγμένα μνημεία της Λακωνίας, στον διάκοσμο των οποίων αντανακλώνται ευκρινέστερα και εντονότερα τα σύγχρονά τους ιστορικά γεγονότα. Στα εικονογραφικά τους προγράμματα αναδεικνύονται η προβολή του ορθόδοξου δόγματος και πίστης, η πολιτική και εκκλησιαστική συγκρότηση της περιοχής με βάση τις αρχές της κεντρικής διοίκησης, η σύνδεση με τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, ο βαθμός αφομοίωσης των νέων καλλιτεχνικών τάσεων, αλλά και η δυναμική της τοπικής παράδοσης. Στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα χρονολογείται ο διάκοσμος των εξής τριών ναών, της Παναγίας Οδηγήτριας [Αγίας Σοφίας] στην Άνω Πόλη Μονεμβασίας, της Ευαγγελίστριας στον οικισμό Γερακίου και του Αγίου Γεωργίου [Επισκοπής] Μέσα Μάνης. Με βάση συγκεκριμένα εικονογραφικά στοιχεία και τεχνοτροπικές παρατηρήσεις επισημαίνεται η σύνδεση της περιοχής της Λακωνίας με το περιβάλλον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Στο ζωγραφικό πρόγραμμα των τριών αυτών εκκλησιών φαίνεται να τονίζεται περισσότερο η κατάσταση της «αιχμαλωσίας» που βιώνουν οι Βυζαντινοί μετά τη φραγκική κατάκτηση και η έντονη προσδοκία της επιστροφής τους στη δική τους «νέα Ιερουσαλήμ», δηλαδή την Κωνσταντινούπολη ως κέντρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο διάκοσμος των υπολοίπων οκτώ μνημείων, που χρονολογούνται μετά την ανάκτηση της περιοχής από τους Βυζαντινούς έως την ίδρυση του Δεσποτάτου (1349), εξετάζεται στη βάση της σχέσης με τα κάστρα-κέντρα ελέγχου και διασύνδεσης με τις γύρω περιοχές στο πλαίσιο της τοπικής ανασυγκροτηθείσας διοικητικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης. Έτσι, μελετώνται επισταμένα οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα Βελανιδιών (γύρω στα 1282) που βρίσκεται στην χερσόνησο του Μαλέα (Επιδαύρου Λιμηράς/Μονεμβασίας), του Αγίου Δημητρίου (Μητρόπολης) και της Παναγίας Οδηγήτριας στο νεοσύστατο Μυστρά, της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στα Χρύσαφα (1289/90), σε κοντινή απόσταση και άμεση εξάρτηση από τον Μυστρά, του Αγίου Νικολάου στον οικισμό του Γερακίου (γύρω στα 1322), αλλά και της κοντινής προς αυτόν σπηλαιώδους εκκλησίας του Παλιομονάστηρου του Βρονταμά (στρώμα β΄ μισού 13ου αιώνα), των Αγίων Θεοδώρων Καφιόνας (1263/4-1271) και του Αγίου Γεωργίου Καρύνιας (1281) στη Μέσα Μάνη. Η μελέτη του διακόσμου αυτών των ναών απεδείχθη ιδιαιτέρως αποκαλυπτική για την στάση των Βυζαντινών έναντι των σημαντικών γεγονότων και αλλαγών που βίωναν. Τα τοιχογραφημένα αυτά σύνολα σε ναούς μέσα στις καστροπολιτείες και πλησίον αυτών, σε μέρη στενής επικοινωνίας, εκφράζουν την αμφίδρομη σχέση κέντρου (Κωνσταντινούπολης) και περιφέρειας, την πρόθεση δηλαδή της κεντρικής εξουσίας α) να εγκαθιδρύσει την πολιτική εξουσία στην πρόσφατα ανακτηθείσα περιοχή της Λακωνίας που βρίσκεται στη μεθόριο της αυτοκρατορίας και σε άμεση γειτνίαση με το φραγκικό πριγκιπάτο, β) να ισχυροποιήσει τους δεσμούς με τον ντόπιο πληθυσμό, γ) να ενισχύσει την ορθή χριστιανική πίστη έναντι των Λατίνων αλλά και των λατινοφρόνων Βυζαντινών και δ) βεβαίως να καλλιεργήσει την ελπίδα της ανάκτησης όλης της Πελοποννήσου. Από την πλευρά του, ο τοπικός πληθυσμός τοποθετείται στα καίρια πολιτικά και θρηκευτικά ζητήματα της εποχής του, αποδέχεται και, ως ένα βαθμό, προβάλλει ιδιαιτέρως τη σχέση του με την κεντρική εξουσία ως της νόμιμης πλέον αρχής. Παράλληλα, εντοπίστηκαν ομάδες ζωγράφων (εργαστηρίων;), που επεξεργάζονταν δημιουργικά ως ένα βαθμό τις νεωτερικές ζωγραφικές τάσεις, λαμβάνοντας υπόψη την ντόπια παράδοση. Καίριο ρόλο στην επιλογή των εικονογραφικών θεμάτων φαίνεται ότι διαδραματίζουν κυρίως οι παραγγελιοδότες, των οποίων τα ονόματα και η ιδιότητα αναφέρονται σε ορισμένες περιπτώσεις στις κτητορικές ή/και αφιερωματικές επιγραφές.
Στη συνέχεια, αποτιμάται συνολικά ο διάκοσμος των 123 μνημείων που εντάσσονται μέσα στην εξεταζόμενη περίοδο αυτής της διατριβής (1204-1349) και διατυπώνονται παρατηρήσεις για τα ζητήματα των δυτικών επιδράσεων και των κριτηρίων επιλογής της θέσης των ναών. Πρόκειται για διαπιστώσεις που αφορούν το ρόλο της Μονεμβασίας ως βασικού κόμβου-λιμανιού για τη διείσδυση των εκάστοτε μητροπολιτικών τάσεων και της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, καθώς και θέματα σχετικά με την προσήλωση στην παράδοση, την ορθή πίστη, αλλά και με την αυτοσυνειδησία που ανέπτυξε το Βυζάντιο σε μια εποχή έντονης αμφισβήτησης. Ειδικότερα, εντοπίζονται και ερμηνεύονται νεωτερισμοί και στοιχεία της τοπικής παράδοσης σε παραστάσεις του επωνύμου αγίου, του Μελισμού και των μετωπικών ιεραρχών στην κόγχη του Ιερού, του χριστολογικού και μαριολογικού κύκλου, καθώς και το πλαίσιο απόδοσης ιδιαίτερης τιμής σε συγκεκριμένους αγίους με βάση τη φυσιογνωμία κάθε περιοχής (χερσόνησος Μαλέα, κεντρική Λακωνία μετξύ των κάστρων Μυστρά και Γερακίου, χερσόνησος Μάνης). Όσον αφορά το ζήτημα των δυτικών επιδράσεων στη μνημειακή ζωγραφική των λακωνικών ναών, με εξαίρεση μεμονωμένα διακοσμητικά στοιχεία, δεν παρατηρήθηκε όσμωση της βυζαντινής και της δυτικής τέχνης, δηλαδή δεν απαντά η δημιουργία μιας κοινής καλλιτεχνικής γλώσσας, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές του μεσογειακού χώρου. Φαίνεται δηλαδή ότι ο τοπικός πληθυσμός ήταν προσηλωμένος στη βυζαντινή παράδοση, που την ενστερνιζόταν ως στοιχείο της ταυτότητάς του, την οποία ανατροφοδοτούσαν συνεχώς τα δύο μεγάλα διοικητικά κέντρα της Μονεμβασίας και του Μυστρά, οι βυζαντινοί δηλαδή πυλώνες πολιτισμού και παράδοσης στην Πελοπόννησο έναντι του φραγκικού πριγκιπάτου.
Η επιτόπια έρευνα, η αρχαιολογική τεκμηρίωση και η μελέτη του διακόσμου των ναών ανέδειξαν και μία ακόμη πτυχή της μεσαιωνικής λακωνικής κοινωνίας και τέχνης. Τα μνημεία με υψηλής ποιότητας διάκοσμο, που κατά κανόνα συνδέονται με μέλη της τοπικής πολιτικής και εκκλησιαστικής τάξης όπως μαρτυρούν οι επιγραφές και οι παραστάσεις των δωρητών, βρίσκονται σε καίριες θέσεις σε σχέση με τα κάστρα-κέντρα εξουσίας και τους όμορους οικισμούς. Κτισμένοι σε κομβικά σημεία στρατηγικής σημασίας, φαίνεται να διαμορφώνουν ένα δίκτυο επικοινωνίας και ελέγχου της ενδοχώρας, των οδικών αξόνων και των θαλάσσιων δρόμων.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Αρχαιολογία
Λέξεις-κλειδιά:
Πελοπόννησος, Λακωνία, Πριγκιπάτο της Αχαΐας, Κωνσταντινούπολη, Μονεμβασία, Μυστράς, Γεράκι, Μάνη, υστεροβυζαντινή περίοδος, μνημειακή ζωγραφική, επιγραφές, παραστάσεις δωρητών, εικονογραφία, τεχνοτροπία, τοπογραφία και λειτουργία ναών, βυζαντινή πολιτική ιδεολογία, αυτοκρατορία της Νίκαιας, Μικρά Ασία, βυζαντινή ταυτότητα και παράδοση, θεολογικές διαφορές Βυζαντινών και Λατίνων, Σύνοδος της Λυών, απόστολοι, στρατιωτικοί άγιοι, ιδιαίτερα τιμώμενοι άγιοι
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
1088
Αριθμός σελίδων:
400
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2025-03-16.

TAKOUMI_LACONIA_1.pdf
4 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2025-03-16.

 


Αρχειοθήκη.zip
26 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο.