Μελέτη του είδους των μικροβίων στην εμμένουσα βακτηριακή βρογχίτιδα και τη βρογχεκτασία σε παιδιά που δεν πάσχουν από Κυστική Ίνωση

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3389238 44 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-02-20
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Καρτσιούνη Ελπινίκη
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Κωνσταντίνος Δούρος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ (επιβλέπων)
Βασιλική Παπαευαγγέλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Στυλιανός Χατζηπαναγιώτου, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Δέσποινα Μπριάνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Σμαραγδή Φεσσάτου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Λάμπρος Φώτης, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αναστάσιος Ιωαννίδης, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη του είδους των μικροβίων στην εμμένουσα βακτηριακή βρογχίτιδα και τη βρογχεκτασία σε παιδιά που δεν πάσχουν από Κυστική Ίνωση
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη του είδους των μικροβίων στην εμμένουσα βακτηριακή βρογχίτιδα και τη βρογχεκτασία σε παιδιά που δεν πάσχουν από Κυστική Ίνωση
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η εμμένουσα βακτηριακή βρογχίτιδα (Protracted Bacterial Bronchitis, PBB), η χρόνια πυώδης πνευμονική νόσος (Chronic suppurative lung disease, CSLD), και οι βρογχεκτασίες που δεν οφείλονται στην Κυστική Ίνωση (ΚΙ) αποτελούν αιτίες χρόνιου υγρού βήχα στα παιδιά. Οι βρογχεκτασίες, το τελικό στάδιο της χρόνιας ενδοβρογχικής λοίμωξης, συνιστούν αίτιο αυξημένης νοσηρότητας του αναπνευστικού συστήματος. Οι παροξύνσεις των ασθενών με χρόνια ενδοβρογχική λοίμωξη και κυρίως αυτών με μη- Κυστική Ίνωση βρογχεκτασίες (μη- ΚΙ βρογχεκτασίες) οδηγούν τελικά σε έκπτωση της πνευμονικής λειτουργίας και φτωχή ποιότητα ζωής. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η μελέτη του βακτηριακού φορτίου των βρόγχων και η κατανόηση του ρόλου του σε παιδιά με εμμένουσα βακτηριακή βρογχίτιδα (ΕΒΒ)/ χρόνια πυώδη πνευμονική νόσο (ΧΠΠΝ) και μη- ΚΙ βρογχεκτασίες και κυρίως η κλινική πορεία των παιδιών με χρόνια ενδοβρογχική λοίμωξη και απομόνωση του παθογόνου Pseudomonas aeruginosa.
Μεθοδολογία: Παρακολουθήθηκαν 54 παιδιά με PBB/ CSLD και μη- ΚΙ βρογχεκτασίες στα οποία απομονώθηκε το μικρόβιο Pseudomonas aeruginosa. Μελετήθηκαν τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, το ιστορικό της νόσου, η διαγνωστική και θεραπευτική τους προσέγγιση και η έκβαση της νόσου στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης (Follow- up). Στα 54 αυτά παιδιά με χρόνια ενδοβρογχική λοίμωξη και απομόνωση της Pseudomonas aeruginosa έγινε εφαρμογή του μοντέλου αναλογικού κινδύνου του Cox με συμμεταβλητές την ηλικία, την παρουσία βρογχεκτασιών, τη χρήση εισπνεόμενης κολιστίνης, αζιθρομυκίνης και εισπνεόμενου υπέρτονου διαλύματος. Ως ύφεση της νόσου ορίστηκε η απουσία καθημερινού υγρού βήχα σε διάστημα 6 μηνών παρακολούθησης με 3 αρνητικές καλλιέργειες οι οποίες ελήφθησαν κατά τις 3 τελευταίες επισκέψεις.
Αποτελέσματα: Τα 31 παιδιά του πληθυσμού της μελέτης ήταν αγόρια και τα 23 ήταν κορίτσια, η διάμεσος τιμή της ηλικία τους ήταν το ένα έτος και εμφάνιζαν υγρό βήχα για περίπου 1.5 χρόνο πριν την απομόνωση της Pseudomonas. Τα εισπνεόμενα αντιβιοτικά και η παρουσία βρογχεκτασιών φάνηκε να επηρεάζουν στατιστικά σημαντικά την πορεία και την έκβαση της νόσου (HR:3.99; 95%CI:1.12-14.14; p= 0.032, and HR:0.24; 95%CI:0.08-0.71; p= 0.010). Αντίθετα, δε φάνηκε συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας, της χρήσης της αζιθρομυκίνης, των εισπνοών με υπέρτονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου και της ύφεσης της νόσου.
Συμπεράσματα: Η Pseudomonas aeruginosa είναι ένα μικρόβιο το οποίο αναπτύσσεται συχνά στα παιδιά με χρόνια ενδοβρογχική λοίμωξη και η εισπνεόμενη κολιστίνη αποτελεί μία χρήσιμη, θεραπευτική επιλογή για αυτά. Τα παιδιά με CSLD στα οποία απομονώθηκε η Pseudomonas aeruginosa φάνηκε να έχουν καλύτερη πρόγνωση σε σύγκριση με τα παιδιά με εγκατεστημένες βρογχεκτασίες και απομόνωση της Pseudomonas aeruginosa.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ψευδομονάδα, Βρογχεκτασίες, Παιδιά, Χρόνια πυώδης πνευμονική νόσο
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
172
Αριθμός σελίδων:
136
Kartsiouni_Elpiniki_PhD.pdf (1016 KB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο