Κληρικοί και μοναχοί ως απεσταλμένοι μεσολαβητές για ζητήματα θρησκευτικής πολιτικής κατά τον 4ο αιώνα

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3393971 6 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Βυζαντινή Ιστορία
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-03-31
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Ιωάννου Μάριος-Κωνσταντίνος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Κατερίνα Νικολάου, Καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μαρία Λεοντσίνη, Κύρια Ερευνήτρια του Βυζαντινού Τομέα του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Michel-Yves Perrin, Directeur d’études de classe exceptionnelle à l’École Pratique des Hautes Études – Section des Sciences Religieuses – Paris, Sorbonne. Titulaire de la chaire «Histoire et doctrines du christianisme latin (Antiquité tar-dive)».
Σοφία Ανεζίρη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Νίκος Γιαννακόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αντωνία Κιουσοπούλου, Καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σοφία Μεργιαλή-Σαχά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πρωτότυπος Τίτλος:
Κληρικοί και μοναχοί ως απεσταλμένοι μεσολαβητές για ζητήματα θρησκευτικής πολιτικής κατά τον 4ο αιώνα
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Κληρικοί και μοναχοί ως απεσταλμένοι μεσολαβητές για ζητήματα θρησκευτικής πολιτικής κατά τον 4ο αιώνα
Περίληψη:
Η διδακτορική διατριβή διερευνά το ζήτημα της αξιοποίησης κληρικών και μοναχών ως μεσολαβητών προς και από τον αυτοκράτορα για θέματα θρησκευτικής πολιτικής κατά τον 4ο αιώνα. Η μεσολάβηση μεταξύ των εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών θεσμών, ιδιαίτερα μέσω μελών που ανήκουν στη θρησκευτική σφαίρα, αποτελεί ένδειξη της σταδιακής επίσημης θεσμοθέτησης των τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες πλέον οργανώθηκαν σε ενιαίο εκκλησιαστικό σύστημα προστατευόμενο από τον αυτοκράτορα και υπεύθυνο απέναντί του. Από τον Κωνσταντίνο Α' μέχρι και τον Θεοδόσιο Α' (αδρομερώς) διατηρούσαν την ύπαρξή τους και αποζητούσαν την ορατότητά τους επισκοπικά δίκτυα και δόγματα, παρότι αντέβαιναν στο επικρατέστερο κατά τόπους και χρόνο δόγμα. Γι’ αυτό και τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα παρατίθενται σε χρονική σειρά μέχρι κατά βάση τον θάνατο του Βάλεντος. Επιλέχθηκε αυτό το χρονικό όριο terminus, καθώς η βασιλεία του Θεοδόσιου, ήδη από την έναρξή της, περιόρισε ασφυκτικά την προαναφερόμενη ορατότητα, τη συνυφασμένη με την αποστολή κληρικών που μεσολαβούσαν υπέρ της μιας ή της άλλης δογματικής ομάδας. Επίσης, οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι είχαν κατισχύσει έναντι των «γνωστικιστικών» κοινοτήτων.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται αποστολές που προέκυψαν στο πλαίσιο του αποκαλούμενου σχίσματος των δονατιστών στη Βόρειο Αφρική μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου στη Δύση το 313. Η προικοδότηση εκ μέρους του του τμήματος της Εκκλησίας της Καρχηδόνας που αναγνώριζε ως επίσκοπο τον Καικιλιανό με περιουσία και φοροαπαλλαγές εξέπληξε όσους ιεράρχες της Βορείου Αφρικής τον θεωρούσαν προδότη της πίστης. Οι δεύτεροι, από το 313 μέχρι το 321, απευθύνθηκαν πέντε φορές στον Κωνσταντίνο για την αναθεώρηση της αρχικής και των ενδιάμεσων αποφάσεων που στήριζαν τον Καικιλιανό. Η πρώτη και η τελευταία έκκληση έγινε μέσω επιστολής, αλλά οι ενδιάμεσες διεξήχθησαν από κληρικούς που συνάντησαν τον αυτοκράτορα στους Τρεβήρους και τη Ρώμη. Ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα νόμιμης επαναφοράς των δονατιστών στους ναούς τους κατόπιν γραπτού αιτήματος στον Ιουλιανό, θεσπίστηκε η έξωσή τους από τον Βαλεντινιανό Α'. Η δυναμική, όμως, διατήρηση και η ταραχοποιός παρουσία τους στην περιοχή ώθησαν τους καθολικούς επισκόπους στη σύγκληση συνόδων στην Καρχηδόνα, οι οποίοι απευθύνθηκαν διά μεσολαβητών πέντε φορές στον Ονώριο, προκειμένου να φροντίσει για την επιβολή της τάξης. Μολονότι αυτές οι πρεσβείες εντοπίζονται στις αρχές του 5ου αιώνα, κρίθηκε σκόπιμο να μελετηθούν, ούτως ώστε να γίνει αντιληπτή η απότομη αύξηση τέτοιων αποστολών, φορέων μόνο της «ορθόδοξης» φωνής μετά την αποκλειστική «πολιτογράφηση» της Καθολικής Εκκλησίας και την ποινικοποίηση των αιρέσεων από τον Θεοδόσιο. Τέλος, η αυτόνομη εξέταση των σχετικών με τον δονατισμό μεσολαβήσεων επιλέχθηκε κατ’ αρχήν λόγω του περιορισμένου γεωγραφικά μεγέθους της διένεξης, ανεξάρτητης από τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Συν τοις άλλοις, οι δονατιστές ήταν οι πρώτοι χριστιανοί που επίμονα επισκέπτονταν τον αυτοκράτορα διεκδικώντας συγκεκριμένου τύπου παρεμβάσεις.
Στο δεύτερο κεφάλαιο η εξιστόρηση επανέρχεται στον Κωνσταντίνο, όταν το 324 κατέστη μονοκράτορας και ήρθε σε επαφή με τις έριδες που πήγαζαν κατά βάση από την Αίγυπτο. Ο Όσιος Κορδούης στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια, ώστε να ειρηνεύσει τα οξυμένα πνεύματα στη μεγαλύτερη επισκοπή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου το κήρυγμα οντολογικά διαβαθμισμένης θεότητας του πρεσβυτέρου Άρειου και το «γνωστικιστικό» κήρυγμα του πρεσβυτέρου Κόλλουθου εμπόδιζαν τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας στην τήρηση της εκκλησιαστικής συνοχής. Τα αποτελέσματα της αποστολής ήταν περιορισμένα με τον Όσιο να ενορχηστρώνει στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια ένα ισχυρό δίκτυο κληρικών φιλικών προς τον Αλέξανδρο, το οποίο τελικά λειτούργησε κομβικά στη διαμόρφωση του δόγματος της Νίκαιας. Και ενώ στη Νίκαια αποφασίστηκε η υπό όρους ένταξη στην Καθολική Εκκλησία Αλεξάνδρειας του αποτειχισμένου Μελίτιου Λυκουπόλεως και των επισκόπων που είχε χειροτονήσει, η παραβίαση ενός από τους όρους ώθησε τον Αλέξανδρο στην απόρριψη της ενσωμάτωσής τους. Ως αποτέλεσμα το 327 δεσπόζοντα μέλη των αποκαλούμενων μελιτιανών, με ορισμένα να προέρχονται από τον ασκητισμό της ερήμου, έφτασαν στη Νικομήδεια, προκειμένου να πείσουν τον Κωνσταντίνο για την αδικία που υφίσταντο. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η διαπερατότητα που χαρακτήριζε την ετεροτοπία της αιγυπτιακής Σαχάρας.
Στο τρίτο κεφάλαιο ερευνώνται οι αποστολές κληρικών – μεσολαβητών την περίοδο από τον θάνατο του Κωνσταντίνου μέχρι αυτόν του Κωνστάντιου Β'. Το 342 ο Κώνστας ζήτησε από τον αδερφό του να του στείλει επισκόπους, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα των ανατολικών ιεραρχών που είχαν καταφύγει εξόριστοι στη Δύση, μεταξύ αυτών του Παύλου Κωνσταντινουπόλεως και του Αθανάσιου Αλεξανδρείας. Δίχως να επιλύεται το ζήτημα και ύστερα από την αποτυχία σύγκλησης οικουμενικής συνόδου στη Σαρδική το 343, ο Κώνστας έστειλε στον Κωνστάντιο πρεσβεία δυτικών ιεραρχών συνοδευόμενους από στρατιωτικό αξιωματούχο, απαιτώντας την επιστροφή των εξορίστων υπό απειλή ένοπλης επέμβασης. Αν και παραλίγο οι ιερείς να πέσουν θύματα πλεκτάνης που συντόνισε ο Στέφανος Αντιοχείας, ο Κωνστάντιος, πιεσμένος από την απειλή και την αποκάλυψη της ραδιουργίας, δέχθηκε το αίτημα, αλλά χρειάστηκε η εις τριπλούν εκ μέρους του χρήση μεσαζόντων προς τον Αθανάσιο, για να τον πείσουν να επιστρέψει τελικά το 346. Όμως, το 350 ο Μαγνέντιος σφετερίστηκε την εξουσία του δολοφονημένου Κώνσταντος και, προσπαθώ-ντας να νομιμοποιηθεί, έστειλε δύο επισκόπους μαζί με δύο αξιωματούχους να συναντήσουν πρώτα τον Αθανάσιο στην Αλεξάνδρεια και ύστερα τον Κωνστάντιο στην Αντιόχεια, με αποτέλεσμα να φανεί ύποπτος ο ομοουσιανός ποιμενάρχης για δοσοληψίες με τον ανταπαιτητή. Όταν το 352 ο Μαγνέντιος αντιλήφθηκε την εξασθένηση της ισχύος του έστειλε επισκόπους στον Κωνσταντίνο ζητώντας του συγχώρεση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 353 αυτοκτόνησε και ο Κωνστάντιος καλούνταν να εδραιωθεί ως μονοκράτορας. Το ίδιο έτος ο Αθανάσιος, φοβούμενος για τη θέση και τη ζωή του, απευθύνθηκε σε αυτόν με επταμελή πρεσβεία επισκόπων και πρεσβυτέρων για να τον πείσει για την αθωότητά του, μια πρεσβεία εν τέλει άκαρπη. Όσο εκείνος παρέμενε στην έδρα του, ο Λιβέριος Ρώμης έστειλε δύο επισκόπους στον Κωνστάντιο κατά τη διαμονή του στην Αρελάτη (Οκτώβριος του 353 – πρώτοι μήνες του 354) ζητώντας του σύγκληση συνόδου στην Ακυληία. Τελικά, παρά τις προσδοκίες του, οι πρεσβευτές πειθαναγκάστηκαν από τον αυτοκράτορα να συμμετάσχουν σε μικρή σύνοδο στην Αρελάτη που καταδίκασε τον Αθανάσιο. Αξιοσημείωτη είναι η θεώρηση των απεσταλμένων από τον Λιβέριο ως «legati», ένδειξη μιας θεωρητικής, θεσμικής αναβάθμισης της εκκλησιαστικής εξουσίας της Ρώμης. Ο Λιβέριος, απογοητευμένος, συντόνισε νέα αποστολή ιερέων ώστε να καταθέσουν αίτημα στον Κωνστάντιο, όσο βρισκόταν στα Μεδιόλανα, να συγκαλέσει σύνοδο σχετικά με το δόγμα. Η σύνοδος, όμως, επικεντρώθηκε στην καταδίκη του Αθανάσιου και όσοι δεν συνυπέγραψαν εξορίστηκαν. Έτσι, το 356 ο Αθανάσιος, για να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε στην έρημο. Τρία χρόνια μετά ο Κωνστάντιος συγκάλεσε δίδυμη σύνοδο σε Δύση (στο Αριμίνο) και Ανατολή (αρχικά στη Νικομήδεια αλλά τελικά στη Σελεύκεια), με την καθεμία να πρέπει να του στείλει δεκαμελή πρεσβεία για τις δογματικές αποφάσεις της. Και στις δύο περιπτώσεις προέκυψε διχασμός μεταξύ όσων υποστήριζαν το πνεύμα της Νίκαιας (ομοουσιανοί και ομοιουσιανοί) και των ομοιανών. Έτσι, από κάθε σύνοδο στάλθηκαν δύο πρεσβείες με τον αυτοκράτορα να στηρίζει και να αναγνωρίζει το μειοψηφικό όμοιο (360).
Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζονται οι αποστολές προς τον Ιοβιανό. Ο Ιουλιανός είχε δεχθεί ορισμένα αιτήματα από παραγκωνισμένες Εκκλησίες, στα οποία ανταποκρίθηκε θετικά, αλλά αυτά κατατέθηκαν γραπτά, χωρίς να είναι γνωστή η ιδιότητα των κομιστών τους. Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του (363), ο Αθανάσιος μετέβη κρυφά για να συναντήσει τον Ιοβιανό, προκειμένου να αρθεί η εξορία του. Τότε, εμφανίστηκαν στο ανάκτορο της Αντιόχειας δύο κληρικοί ως εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, οι οποίοι επανειλημμένα ζήτησαν ανεπιτυχώς από τον αυτοκράτορα να ακυρωθεί η επιστροφή του Αθανάσιου. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η μοναδική για την περίοδο αλλά παραποιημένη καταγραφή πρακτικών (Petitiones Arianorum), αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοια, όσων συζητήθηκαν μεταξύ εγκαλούντων απεσταλμένων κληρικών και αυτοκράτορα. Ο Ιοβιανός έγινε δέκτης δύο επίσης αιτημάτων, αλλά επειδή το ένα, των ομοιουσιανών, του μεταφέρθηκε με πολύ περιορισμένο τον ρόλο των κληρικών – κομιστών, ενώ το άλλο, των «ανομοίων» αποδίδεται συγκεχυμένα, η συμβολή τους στη μελέτη είναι περιορισμένη.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο αναδεικνύονται οι προσπάθειες των ομοιουσιανών της Ανατολής να πείσουν τον Βαλεντινιανό Α' και τον Βάλεντα να παρέμβουν για να αναθεωρηθεί το δόγμα της ομοιότητας. Το 364 με εκπρόσωπο τον Υπατιανό Ηρακλείας ζήτησαν από τους δύο αδελφούς ‒κατά βάση από τον Βαλεντινιανό‒ την άδεια για σύγκληση συνόδου για τον σκοπό αυτό, εισπράττοντας μια θετική αλλά και μάλλον αδιάφορη απάντηση. Αφού διεξήχθη μονομερώς η σύνοδος, αιτήθηκαν με πρεσβεία από τον Βάλεντα, αυτοκράτορα πλέον του ανατολικού τμήματος, να επικυρώσει τις αποφάσεις της, τις οποίες έκρινε παράτυπες, λόγω του αποκλεισμού του Ευδόξιου Κωνσταντινουπόλεως και του κινδύνου γενικευμένων αναταραχών. Έναν χρόνο μετά, κατά τόπους σύνοδοι ομοιουσιανών της Μικράς Ασί-ας, υπό τον φόβο της εξορίας τους, έστειλαν τριμελή πρεσβεία στην Ιταλία, ώστε, αφότου αποσπάσουν την εύνοια του Λιβέριου, να ζητήσουν την παρέμβαση του Βαλεντινιανού. Καθώς ο δεύτερος είχε φύγει από τα Μεδιόλανα, αρκέστηκαν στον Λιβέριο, που τους ανάγκασε σε αποδοχή του ομοουσίου, απόφαση η οποία δεν γνώρισε καθολική αποδοχή από τους μικρασιάτες εντολοδόχους τους και απλώς ενίσχυσε την εμπλοκή του ποιμενάρχη της Ρώμης στα ζητήματα της Ανατολής. Τέλος, εξετάζεται η φήμη ότι ο Βάλης, όσο βρισκόταν στη Νικομήδεια το 370, συντόνισε την πυρπόληση ενός πλοίου, όπου επέβαιναν ογδόντα πρεσβύτεροι από την Κωνσταντινούπολη με αίτημα να προστατεύσει την Εκκλησία από τις αυθαιρεσίες των ομοιανών.
Στο τέλος προστίθεται επίμετρο σχετικό με την εκτέλεση του Πρισκιλλιανού Αβουληνσίων το 385 με την έγκριση του Μάγνου Μάξιμου. Η περίπτωσή του δεν εντάσσεται στο πεδίο των αποστολών – μεσολαβήσεων, αλλά αποτελεί την πρώτη έννομη εκτέλεση επισκόπου για ζητήματα πίστης, αφού κατηγορήθηκε για «γνωστικιστικές» τελετουργίες. Η χρησιμότητα αυτής της διαπίστωσης έγκειται στο γεγονός ότι κανείς κληρικός προηγουμένως δεν είχε εκτελεστεί επειδή ο αυτοκράτορας και οι κατά τόπους αξιωματούχοι εχθρεύονταν την πίστη του, παρά τις ευφάνταστες εξιστορήσεις των σύγχρονων με τα γεγονότα πηγών. Επίσης, αποτελεί μια έσχατη υπενθύμιση στον αναγνώστη για τον «γνωστικισμό». Αν και σπάνια γίνεται λόγος για αυτόν, αφού πρωτοβάθμια συχνά δεν σχετίζεται με όσα εξετάζονται, στην πραγματικότητα πλανάται σε όλον τον 4ο χριστιανικό αιώνα, αρχικά με υπαίθρια κηρύγματα και σταδιακά πίσω από τις πόρτες. Ακόμα και όταν οι «γνωστικοί» υιοθετούσαν ιδρυματική, ιεραρχική οργάνωση, πίστευαν ότι το άτομο και όχι ο θεσμός είναι αρμόδιος για τη σωτηρία. Η ατομική σωτηρία μέσω της μυστικής ένωσης με το θείο απειλούσε τη θεσμική επισκοπική αυθεντία, μία όψη της οποίας επιχειρείται να διερευνηθεί.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Ιστορία
Λέξεις-κλειδιά:
Κωνσταντίνος Α', Κωνστάντιος Β', Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Αιρέσεις, Θρησκευτική ταυτότητα, Διπλωματία, Ύστερη αρχαιότητα
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
724
Αριθμός σελίδων:
294
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-06-14.

Klirikoi_kai_monachoi_os_mesolavites.pdf
2 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-06-14.