Μονάδα:
Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (ΙΦΕ - πρώην ΜΙΘΕ)Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών
Ημερομηνία κατάθεσης:
2016-12-15
Συγγραφέας:
Καραμπάτσος Χρηστος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Κώστας Γαβρόγλου, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ, Επιβλέπων
Αριστοτέλης Τύμπας, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ, Μέλος Τριμελούς Επιτροπής
Μιχάλης Ασημακόπουλος, Καθηγητής ΕΜΠ, Μέλος Τριμελούς Επιτροπής
Θεόδωρος Αραμπατζής, Καθηγητής ΕΚΠΑ
Στάθης Αραποστάθης, Επίκουρος Καθηγητής ΕΚΠΑ
Γιάννης Καλογήρου, Καθηγητής ΕΜΠ
Γιάννης Μηλιός, Καθηγητής ΕΜΠ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Από το Αυτοκίνητο «Μηχανή της Περιπέτειας» στο «Περίφημον Μηχάνημα» της Σιγαροποιίας: Κρίσιμα Επεισόδια από την Ιστορία της Τεχνολογίας στην Ελλάδα, 1900-1920
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Από το Αυτοκίνητο «Μηχανή της Περιπέτειας» στο «Περίφημον Μηχάνημα» της Σιγαροποιίας: Κρίσιμα Επεισόδια από την Ιστορία της Τεχνολογίας στην Ελλάδα, 1900-1920
Περίληψη:
Αυτή η εργασία ξεκινάει από την παραδοχή ότι η τεχνολογία «κατασκευάζεται κοινωνικά». Το βασικό της θέμα όμως δεν είναι αυτή η αυτονόητη παραδοχή, αλλά τα προφανή συνοδευτικά της ερωτήματα: Τι λογής είναι η κοινωνία που «κατασκευάζει κοινωνικά» την τεχνολογία; Πώς η τεχνολογία κατασκευάζεται «κοινωνικά» ως εννοήσεις και «τεχνικά» ως υλικές διατάξεις ώστε να ενταχθεί σε συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνικές σχέσεις; Και το σημαντικότερο: μπορεί η «κοινωνική κατασκευή» της τεχνολογίας, όχι πια ως θεώρημα προς απόδειξη, αλλά ως αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών, να χρησιμοποιηθεί ιστοριογραφικά ώστε η ιστορία των μηχανών να μιλήσει για την ιστορία των κοινωνιών;
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την απάντηση αυτών των ερωτημάτων είναι οι μέθοδοι της μαρξιστικής ιστορίας της τεχνολογίας και της μαρξιστικής εργατικής ιστορίας όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και μετά. Το σκεπτικό για την υιοθέτηση αυτών των μεθόδων περιγράφεται στο πρώτο κεφάλαιο. Στα υπόλοιπα κεφάλαια αυτές οι μέθοδοι εμπλουτίζονται μέσω μιας σωρευτικής διαδικασίας. Δηλαδή κάθε κεφάλαιο απαντάει σε ερωτήματα που προέκυψαν από τα προηγούμενα, εμπλουτίζει τις μεθόδους και θέτει καινούρια ερωτήματα. Για παράδειγμα, η εισαγωγή του αυτοκινήτου στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα χρησιμεύει, εκτός των άλλων, για να εντοπιστεί μια συνθήκη που για συντομία ονομάζουμε «παγκόσμιο τεχνικό ταυτόχρονο». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, πληθώρα «νέων» υλικών διατάξεων και τεχνικών διαχύθηκε σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Ταυτόχρονα, πλήθη εργατικών πληθυσμών αγροτικής προέλευσης μετακινούνταν προς τις ΗΠΑ. Αποδεικνύεται ότι η παγκόσμια διάχυση των υλικών διατάξεων και η εργατική μετανάστευση μπορεί να χρησιμεύσουν προκειμένου να εντοπιστούν σχέσεις και διαφορές μεταξύ διαφορετικών εθνικών περιπτώσεων και – στη δική μας περίπτωση – προκειμένου να αποσαφηνιστούν συγκεκριμένα ερωτήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Ο προσδιορισμός των στόχων και των μεθόδων της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και η αντανάκλασή τους στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα και στα σχετικά ερωτήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας καταλαμβάνουν το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο. Στο τρίτο κεφάλαιο υποστηρίζεται ότι η «τεϊλορική» επανάσταση ήταν ένα φιλόδοξο τεχνοπολιτικό εγχείρημα που είχε στόχο την ανάκτηση του ελέγχου των χώρων εργασίας από τους ειδικευμένους μάστορες της αμερικανικής βιομηχανίας. Αποδεικνύεται ότι αυτή η επαναδιεκδίκηση μπορούσε να έλθει εις πέρας μέσω της καταστροφής τόσο των χώρων εργασίας όσο και των μαστόρων. Στο τέταρτο κεφάλαιο εντοπίζονται συγκεκριμένα ερωτήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας στα οποία μπορεί να συνεισφέρει η προσέγγιση που προτείνεται εδώ. Συγκεκριμένα πρόκειται για το ζήτημα της ύπαρξης – ή της ανυπαρξίας – της εργατικής τάξης στην Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, για το ζήτημα της «κακοδαιμονίας» της ελληνικής βιομηχανίας και για την ιστοριογραφική σημασία των διαρκών πολεμικών εμπλοκών του ελληνικού κράτους.
Το δεύτερο και το πέμπτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα σε δύο συγκεκριμένες μελέτες περιπτώσεως που αφορούν την εισαγωγή καινοτόμων μηχανών στην ελληνική κοινωνία των αρχών του εικοστού αιώνα. Παράλληλα οι μέθοδοί μας εφαρμόζονται για την πραγμάτευση των ιστοριογραφικών ερωτημάτων που εντοπίστηκαν στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο.
Η μελέτη περιπτώσεως που καταλαμβάνει το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την εισαγωγή του αυτοκινήτου στην Ελλάδα, από το 1900 και την αγορά των πρώτων αυτοκινήτων της βασιλικής οικογένειας, μέχρι το 1912 και την κατάρτιση της πρώτης σχετικής νομοθεσίας. Το αυτοκίνητο παρουσιάζεται ως μια επιμέρους τεχνική έκφραση μιας υπόκωφης ταξικής σύγκρουσης που σοβούσε στην Αθήνα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Επίσης υποστηρίζεται ότι το αυτοκίνητο έγινε αντιληπτό ως μια μηχανή κατάλληλη για την έκφραση συγκεκριμένων ταξικών και κρατικών ζητούμενων, όπως η ομογενοποίηση της ελληνικής επικράτειας, η βίαιη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου για λογαριασμό των «αυτοκινητιστών» και η προετοιμασία για τους επερχόμενους Βαλκανικούς Πολέμους.
Η μελέτη περιπτώσεως που καταλαμβάνει το πέμπτο κεφάλαιο αφορά την εισαγωγή των πρώτων «αυτόματων» σιγαροποιητικών μηχανών στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα. Η πραγμάτευση των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και των σιγαροποιητικών μηχανών εκτός Ελλάδας, στην Αίγυπτο την Ισπανία και τις ΗΠΑ, συμβάλλει στην ανασύσταση των χώρων εργασίας της ελληνικής σιγαροποιίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Αποδεικνύεται ότι οι αυτόματες σιγαροποιητικές μηχανές εισήχθησαν στην Ελλάδα λιγότερο ως μηχανές κατασκευής τσιγάρων και περισσότερο ως μηχανές διεκδίκησης του ελέγχου του εργασιακού χώρου για λογαριασμό των αφεντικών της παραγωγικής διαδικασίας. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εργατικός έλεγχος που ασκούσαν οι ειδικευμένοι εργάτες της ελληνικής σιγαροποιίας συνίστατο σε ένα «τεχνικό» κομμάτι εργατικής ειδίκευσης και σε ένα «πολιτισμικό» κομμάτι «ηθικής οικονομίας» αξεδιάλυτα μπλεγμένα αναμεταξύ τους.
Tα συμπεράσματα των μελετών περιπτώσεως του δεύτερου και του πέμπτου κεφαλαίου χρησιμεύουν στην πραγμάτευση των ιστοριογραφικών ερωτημάτων που προκύπτουν στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο. Υποστηρίζεται ότι οι διαρκείς πολεμικές εμπλοκές του ελληνικού κράτους είναι σημαντικές για την κατανόηση όψεων της ελληνικής ιστορίας που συνήθως θεωρούνται «άσχετες με τον πόλεμο», όπως οι αθλητικοί και εκδρομικοί σύλλογοι των αρχών του εικοστού αιώνα, ή και το ίδιο το αυτοκίνητο. Επίσης υποστηρίζεται ότι η εργατική τάξη «συνέβαινε» στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα, όχι ως συνδικαλιστική οργάνωση, ή μεγάλα πλήθη βιομηχανικών εργατών, αλλά ως συλλογική έκφραση υλικών συμφερόντων και ως τεχνοπολιτικές μέθοδοι καταστολής με συλλογικούς αποδέκτες. Τέλος υποστηρίζεται ότι η απόδοση της «κακοδαιμονίας της ελληνικής βιομηχανίας» στην «σπάνη τεχνικώς μορφωμένων εργατών» είναι λανθασμένη. Όχι γιατί στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα υπήρξε πληθώρα «τεχνικώς μορφωμένων εργατών», αλλά γιατί η ελληνική ιστοριογραφία αντιλαμβάνεται λάθος την έννοια του «τεχνικώς μορφωμένου εργάτη» όπως αυτή είχε κατά τη διάρκεια της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού.
Τελικά δηλαδή, η «ιστορία των μηχανών» χρησιμεύει προκειμένου να μιλήσουμε για «την ιστορία των κοινωνιών». Το επιχείρημα κλεινει με μια σύντομη νύξη ότι μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να είναι επίκαιρη: χρήσιμη ώστε να θέσει ερωτήματα και να δώσει απαντήσεις που να αντιστοιχούν στις σημερινές ιστοριογραφικές ανάγκες.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Θετικές Επιστήμες
Λοιπές θεματικές κατηγορίες:
Τεχνολογία
Ιστορία
Λέξεις-κλειδιά:
Ιστορία Αυτοκίνητο Σιγαροποιία Καπνοβιομηχανία Βιομηχανία Τεχνολογία Ελλάδα
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
274