Συγκριτική μελέτη ψυχοπαθολογικών & εγκληµατολογικών χαρακτηριστικών των ατόµων τα οποία επικαλέσθηκαν τα άρθρα 34 & 36 του Π.Κ.

Διδακτορική Διατριβή uoadl:1326390 975 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2017-01-23
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Τζεφεράκος Γεώργιος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Χαράλαμπος Παπαγεωργίου, Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Γρηγόριος Βασλαματζής, Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Παύλος Σακκάς, Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Αθανάσιος Δουζένης, Αν. Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Ελευθερία Φωτεινή Πουλάκου Ρεμπελάκου, Αν. Καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Χρήστος Χριστοδούλου, Αν. Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Ρουσέτος Γουρνέλης, Αν. Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Συγκριτική μελέτη ψυχοπαθολογικών & εγκληµατολογικών χαρακτηριστικών των ατόµων τα οποία επικαλέσθηκαν τα άρθρα 34 & 36 του Π.Κ.
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Συγκριτική μελέτη ψυχοπαθολογικών & εγκληµατολογικών χαρακτηριστικών των ατόµων τα οποία επικαλέσθηκαν τα άρθρα 34 & 36 του Π.Κ.
Περίληψη:
Εισαγωγή
Η Ψυχιατροδικαστική είναι ο επιστημονικός τομέας που βρίσκεται στον μεταιχμιακό χώρο μεταξύ Ψυχιατρικής και Νομικής επιστήμης. Οι επιστημονικές συνιστώσες που συγκλίνουν σε αυτό τον διεπιστημονικό κόμβο δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στην Ψυχιατρική και στη Νομική, αλλά συμπεριλαμβάνουν και άλλες όπως την Κοινωνιολογία, τη Φιλοσοφία και την Ιστορία.
Η ιστορική ανασκόπηση της σχέσεως μεταξύ ψυχικής νόσου και δικαίου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού αντανακλά τις δυναμικές ισορροπίες και αντιλήψεις της εκάστοτε, χρονικά και γεωγραφικά, ανθρώπινης κοινωνίας σχετικά με τα ψυχικώς νοσούντα μέλη της. Στην αρχαία Ελλάδα η αρχική αντίληψη περί ψυχικής νόσου ανάγετο στην θεοκρατική θεώρηση της ψυχής και των ανθρώπινων συναισθημάτων ∙ θεώρηση η οποία χαρακτήριζε όλες τις αρχαϊκές κοινωνίες. Στη συνέχεια, όμως, και μέσα από την ανάπτυξη της ιατρικής αλλά και τη θεμελίωση της ψυχολογίας, η ψυχική νόσος αποσπάται από τη σφαίρα της δεισιδαιμονίας και υπεισέρχεται στο επιστημονικό πεδίο. Ενώ, όμως, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία προάγει και μεταλαμπαδεύει τα επιστημονικά επιτεύγματα της αρχαίας Ελλάδος, με πρόσχημα τη νεαρά τότε χριστιανική θρησκεία επιβάλλεται στην Ευρώπη του Μεσαίωνα ο φανατισμός και η σκοταδιστική θεοκρατία. Αντίστοιχη, αλλά ηπιότερης αυστηρότητας και ακρότητας είναι η κατάσταση στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Σταδιακά και μέσα από το έργο πεφωτισμένων ανθρώπων ο σκοταδιστικός φονταμενταλισμός δίνει τη θέση στην επιστημονική σκέψη, σηματοδοτώντας την απαρχή του Διαφωτισμού και θεμελιώνοντας τον σύγχρονο επιστημονικό τρόπο προσέγγισης των διαφόρων φαινομένων.

Μεθοδολογία
Υλικό
Οι πηγές της έρευνας στην Ψυχιατροδικαστική, η οποία βρίσκεται στον μεταίχμιο χώρο μεταξύ Δικαίου και Ιατρικής, είναι κυρίως είτε νομικές είτε ψυχιατρικές.
Η παρούσα έρευνα στηρίχθηκε στη μελέτη νομικών πηγών και πιο συγκεκριμένα δικογραφιών. Ο εντοπισμός τους έγινε μέσα από την εκτενή ανασκόπηση της νομικής νομολογιακής βιβλιογραφίας είτε ηλεκτρονικής (νομική βάση δεδομένων Νόμος) είτε περιοδικών εκδόσεων (Ποινικά Χρονικά, Αρμενόπουλος). Οι δικογραφίες (n=100) που εξετάστηκαν αναφέρονταν σε υποθέσεις στις οποίες έγινε επίκληση των άρθρων 34 και 36 του Ποινικού Κώδικα. Τα άρθρα 34 και 36 Π.Κ. ρυθμίζουν την απόδοση καταλογισμού σε περιπτώσεις διατάραξης της συνείδησης ή των πνευματικών λειτουργιών. Η νομική έννοια της διατάραξης της συνείδησης των άρθρων 34 και 36 Π.Κ. μπορεί να οριστεί ως η θόλωση ή ο εν μέρει αποκλεισμός της αυτοσυνειδησίας ή της συνείδησης με τον έξω κόσμο ή της σχέσεως ανάμεσα σε αυτά τα δυο μεγέθη, ενώ ο όρος «πνευματικές λειτουργίες» καλύπτει όλο το φάσμα των ψυχικών λειτουργιών (συναίσθημα, βούληση) και όχι μόνο τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες (κρίση, μνήμη, αντίληψη).
Η παρούσα μελέτη, είναι η πρώτη του είδους της στην Ελλάδα και προστίθεται σε ένα σχετικά μικρό αριθμό αντίστοιχων ερευνών παγκοσμίως. Οι δυσκολίες στην έρευνα σε αυτό το πεδίο εξηγούν και τη σχετικά περιορισμένη βιβλιογραφία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συγκεντρωτικό ηλεκτρονικό αρχείο δικαστικών αποφάσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής ο εντοπισμός αλλά και η παρακολούθηση της πορείας μιας δικογραφίας που αναφέρεται σε συγκεκριμένη απόφαση. Επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής συγκριτικών αποτελεσμάτων, αφού δεν υπάρχουν συγκεντρωτικά αποτελέσματα ούτε για το σύνολο ούτε για επιμέρους, εξειδικευμένης θεματολογίας, υποθέσεις. Η εξαγωγή συγκριτικών αποτελεσμάτων είναι δυσχερής όχι μόνο σε εθνική κλίμακα, αλλά και ανάμεσα στα διάφορα κράτη, ακόμα και μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων κρατών τόσο στο επίπεδο της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας όσο και στις διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης.

Στατιστική Ανάλυση
Για την περιγραφή των δημογραφικών, ψυχιατρικών και νομικών-εγκληματικών στοιχείων από το δείγμα της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν πίνακες με απόλυτες και σχετικές % συχνότητες. Ο βαθμός συμφωνίας μεταξύ των διαφόρων ψυχιάτρων-πραγματογνωμόνων, όσον αφορά στις αποφάσεις τους, συνοψίσθηκε μέσω πινάκων διπλής εισόδου και αξιολογήθηκε μέσω του συντελεστή kappa του Cohen. Αντίστοιχες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της συμφωνίας μεταξύ απόφασης δικαστηρίου και ψυχιάτρων.
Συσχετίσεις μεταξύ παραγόντων όπως παρουσία ψυχιάτρου, δικαστική απόφαση, διάγνωση κατά την έναρξη της νόσου, συμμόρφωση με φαρμακευτική αγωγή, σοβαρότητα εγκλήματος, είδος εγκλήματος και χρόνο επαφής με ψυχίατρο (πριν/μετά το έγκλημα) διερευνήθηκαν αρχικά μέσω πινάκων διπλής εισόδου που περιελάμβαναν απόλυτες και σχετικές % συχνότητες και αντίστοιχων ραβδογραμμάτων σχετικών συχνοτήτων. Η στατιστική σημαντικότητα των συσχετίσεων αυτών αξιολογήθηκε μέσω exact tests για κατηγορικά δεδομένα.

Αποτελέσματα
Το δείγμα αποτελείτο από 100 άτομα (90 άρρενες και 10 θήλεις). Η ηλικία κατά την πρώτη εκδίκαση ήταν 30-49 ετών για την πλειονότητα των υποθέσεων (48/100), ακολουθούμενη από την ομάδα των 18-29 ετών (33/100) και την ομάδα αυτών με ηλικία άνω των 50 ετών (19/100). Η πλειοψηφία (88/100) ήταν Έλληνες ενώ 12 ήταν αλλοδαποί. Οι αλλοδαποί προέρχονταν κυρίως από τα Βαλκάνια (7/12) και οι περισσότεροι (9/12) παρέμεναν νόμιμα στη χώρα. Οι περισσότεροι των κατηγορουμένων ήταν άγαμοι (43/100) με 3 εξ αυτών να είναι σε κάποια σχέση. Οι 47 από τους 100 είχαν τουλάχιστον ένα παιδί. Το 69% του δείγματος είχε μόνο τη βασική εκπαίδευση και το 22% μέση εκπαίδευση. Οι 70 από τους 100 εργάζονταν κατά την τέλεση του εγκλήματος (οι περισσότεροι με χειρωνακτική εργασία). Σημαντικό ποσοστό (38/100) διέμενε με την οικογένεια του, 30/100 διέμεναν μόνοι και 25/100 σε γονεϊκή οικογένεια ενώ δύο ήταν άστεγοι. Από τους 79 άρρενες έλληνες υπηκόους οι 61 εκπλήρωσαν τη στρατιωτική τους θητεία, οι 17 είχαν απαλλαγεί και ο ένας ήταν λιποτάκτης. Από τους 17 με απαλλαγή οι 2 ήταν για παθολογικούς λόγους, οι 14 για ψυχολογικούς λόγους και ο ένας για άλλο λόγο.
Σε μεγάλο ποσοστό των κατηγορουμένων (38/100) η ψυχική νόσος εμφανίστηκε πριν την ηλικία των 20 ετών. Σε 28/100 η ηλικία έναρξης της νόσου ήταν μεταξύ 21 και 30 ετών ενώ σε μικρότερα ποσοστά (18/100 και 6/100) η ηλικία αυτή ήταν μεταξύ 31-40 και 41+ αντίστοιχα. Η πλειοψηφία (78/100) είχε έρθει σε επαφή με ψυχίατρο πριν την τέλεση του εγκλήματος. Οι συνηθέστερες διαγνώσεις κατά την έναρξη της νόσου ήταν η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες (16/100), σχιζοφρένεια-ψύχωση (12/100) ακολουθούμενες από ίσα ποσοστά (8/100) συναισθηματικών διαταραχών καταθλιπτικού τύπου και εξάρτησης από αλκοόλ. Σε μικρότερα ποσοστά υπήρξαν διαγνώσεις μεικτής διαταραχής προσωπικότητας (αντικοινωνική-οριακή) και διαταραχής αντικοινωνικής προσωπικότητας (6/100 και 5/100, αντίστοιχα). Σε μικρότερες συχνότητες (κάτω του 5/100) οι κατηγορούμενοι είχαν διαγνωστεί με μανιοκατάθλιψη, σχιζοφρένεια-εξάρτηση από ουσίες, διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας – εξάρτηση από ουσίες, διαταραχές προσαρμογής, νοητική υστέρηση κ.α. Για 18/100 η αρχική διάγνωση ήταν άγνωστη (6 σε αυτούς τους 18 δεν είχαν δει ψυχίατρο πριν την τέλεση του εγκλήματος). Οι διαγνώσεις κατά την τέλεση του εγκλήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό (83/100) ίδιες με τις αντίστοιχες κατά την έναρξη της νόσου. Υπήρξαν επίσης 8 περιπτώσεις που η διάγνωση κατά την έναρξη της νόσου δεν ήταν γνωστή αλλά η διάγνωση κατά την τέλεση του εγκλήματος ήταν (3 περιπτώσεις εξάρτησης από το αλκοόλ και από 1 για σχιζοφρένεια - ψύχωση, αγχώδεις-συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας, εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες – διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας και διαταραχές προσαρμογής).
Για 97 άτομα η εγκληματική πράξη ήταν αυτοτελής. Η συντριπτική πλειοψηφία (84/100) των εγκλημάτων ήταν κατά της ζωής ή κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας (6/100). Για τα υπόλοιπα είδη εγκλημάτων (κατά σωματικής ακεραιότητας, ιδιοκτησίας, γενετήσιας ελευθερίας κλπ) τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν κάτω του 3%. Σε μεγάλα και παρόμοια ποσοστά το μέσο διάπραξης του εγκλήματος ήταν μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (42%) ή όπλο (40%). Θύτης και θύμα ήταν άγνωστοι σε 25 από τις 100 περιπτώσεις, απλοί γνωστοί σε 14 ή είχαν επαγγελματική σχέση σε 7 περιπτώσεις. Υπήρχαν ωστόσο περιπτώσεις η σχέση θύτη-θύματος ήταν συζυγική (15/100) ή ήταν σύντροφοι (13/100) ή συγγενείς (7/100). Είκοσι από τους 100 κατηγορούμενους είχαν προηγούμενες καταδίκες αλλά μόνο 2/20 ήταν για εγκλήματα κατά της ζωής. Τα υπόλοιπα προηγούμενα εγκλήματα ήταν κυρίως κατά της ιδιοκτησίας (6/20) ή σχετιζόμενα με ουσίες (4/20).
Σύμφωνα με την δικαστική απόφαση πρώτου βαθμού για ένα άτομο υπήρξε υπαγωγή στο άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, σε 29 στο άρθρο 36 ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι θεωρήθηκαν πλήρως ικανοί καταλογισμού. Οι αντίστοιχες αποφάσεις του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου ήταν 2 (άρ. 34), 36 (αρ. 36) και 62 (πλήρως ικανοί καταλογισμού). Οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες σε 78 από τις 100 περιπτώσεις.
Παρατηρήθηκε σημαντικού βαθμού συμφωνία (k=0,696) όσον αφορά στις γνωμοδοτήσεις ψυχιάτρου υπεράσπισης και θεράποντος ιατρού (οριακά μη στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα, p=0,053). Συγκεκριμένα, σε 7 περιπτώσεις υπήρξαν γνωμοδοτήσεις από πραγματογνώμονα της υπεράσπισης και του θεράποντος ιατρού για την ίδια υπόθεση. Οι γνωμοδοτήσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό (85,7%) απολύτως σύμφωνες μεταξύ τους με εξαίρεση μία περίπτωση όπου ο πραγματογνώμονας της υπεράσπισης πρότεινε υπαγωγή στο άρθρο 34 ενώ ο θεράπων ιατρός στο άρθρο 36.
Σημαντικού βαθμού συμφωνία (k=0,780) παρατηρήθηκε επίσης μεταξύ της απόφασης του δικαστηρίου και της γνωμοδότησης του ψυχιάτρου που ήταν διορισμένος από το δικαστήριο (στατιστικά πολύ σημαντικό αποτέλεσμα, p<0,001) σε 35 υποθέσεις όπου υπήρξε γνωμοδότηση πραγματογνώμονα διορισμένου από το δικαστήριο. Πιο αναλυτικά, η δικαστική απόφαση πρώτου βαθμού ήταν σε απόλυτη συμφωνία με την πρόταση του πραγματογνώμονα σε 31 από τις 35 αυτές υποθέσεις (88,6%) όπου ο κατηγορούμενος βρέθηκε πλήρως ικανός καταλογισμού (11 περιπτώσεις), αποφασίστηκε υπαγωγή στο άρθρο 36 (19 περιπτώσεις) ή υπαγωγή στο άρθρο 34 (1 περίπτωση). Σε 2 περιπτώσεις ο πραγματογνώμονας πρότεινε υπαγωγή στο άρθρο 36 αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ήταν πλήρως ικανός καταλογισμού. Παρομοίως έκρινε το δικαστήριο και σε μία περίπτωση όπου ο πραγματογνώμονας πρότεινε υπαγωγή στο άρθρο 34. Αντίθετα σε μία περίπτωση ο πραγματογνώμονας έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ήταν πλήρως ικανός καταλογισμού αλλά το δικαστήριο αποφάσισε υπαγωγή στο άρθρο 36.
Τέλος, υψηλού βαθμού συμφωνία (k=0,805) παρατηρήθηκε μεταξύ απόφασης Εφετείου-Αρείου Πάγου και πρωτοβάθμιας απόφασης (στατιστικά πολύ σημαντικό αποτέλεσμα, p<0,001). Στο 91% (91/100) των περιπτώσεων οι αποφάσεις παρέμειναν αμετάβλητες. Στις υπόλοιπες 9, οι 8 αφορούσαν υπαγωγή στο άρθρο 36 από το Εφετείο/Άρειο Πάγο ενώ από το δικαστήριο πρώτου βαθμού ο κατηγορούμενος είχε βρεθεί πλήρως ικανός καταλογισμού. Τέλος σε μία περίπτωση η αρχική απόφαση για υπαγωγή στο άρθρο 36 άλλαξε σε υπαγωγή στο άρθρο 34.
Τα ποσοστά υπαγωγής στα άρθρα 34/36 ήταν υψηλότερα όταν η διάγνωση κατά την έναρξη της νόσου ήταν κάποια ψυχική διαταραχή (47,5%). Αντίθετα, ήταν χαμηλότερα όταν επρόκειτο για διαταραχή προσωπικότητας (22,2%) και ακόμα χαμηλότερα αν είχε σχέση με ουσίες (16,7%). Οι διαφοροποιήσεις αυτές ήταν στατιστικά σημαντικές (p=0,023).
Σε άτομα με ψύχωση σχιζοφρενικού φάσματος τα θύματα ήταν συγγενείς ή σύζυγοι σε ποσοστό 41,2%. Αντίθετα σε άλλες διαγνώσεις το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου το μισό (21,5%). Η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (p=0,044).
Στα άτομα που είχαν προηγούμενες νοσηλείες το ποσοστό υπαγωγής στα άρθρα 34/36 ήταν πάνω από το 50% (55,6%). Αντίθετα σε άτομα χωρίς προηγούμενες νοσηλείες το ποσοστό αυτό ήταν πολύ χαμηλότερο (24,4%). Η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (p=0,020).
Τα ποσοστά των ατόμων που ήταν σε ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή κατά την τέλεση του εγκλήματος ήταν περίπου διπλάσια σε άτομα που είχαν αντιμετωπίσει πρόσφατα στρεσσογόνα γεγονότα (35,7% έναντι 18,2%) αλλά η διαφορά αυτή ήταν οριακά μη στατιστικά σημαντική (p=0,073).

Συμπεράσματα
Η επιτυχής επίκληση των άρθρων περί καταλογισμού (άρθρα 34 και 36 Π.Κ.) στο δείγμα μας (n=100) ήταν στο 30% των υποθέσεων. Το εύρημα αυτό είναι αρκετά κοντά στα αντίστοιχα αριθμητικά αποτελέσματα που αναδεικνύουν μελέτες άλλων κρατών, όπως π.χ. στις Η.Π.Α. όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 25%. Φυσικά, όπως έχουμε τονίσει και σε άλλα σημεία της έρευνας, η γενίκευση και η σύγκριση των συμπερασμάτων τέτοιων μελετών πρέπει να γίνεται με προσοχή και να λαμβάνονται υπ’όψιν οι διαφορετικές ακολουθούμενες διαδικασίες στο εκάστοτε εθνικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
Στο ελληνικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης η παντελής έλλειψη μηχανοργάνωσης και ψηφιοποίησης δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σε πολλούς κρίσιμους για την έρευνα τομείς, όπως είναι π.χ. το ποσοστό των υποθέσεων στις οποίες γίνεται επίκληση των υπό εξέταση άρθρων επί του συνόλου των υποθέσεων, με αντίστοιχο αντικείμενο. Έτσι συντηρείται η εγχαραγμένη στη συλλογική σκέψη ψευδαίσθηση της μαζικής και επιτυχούς επίκλησης του ακαταλόγιστου και επακόλουθα η επιφυλακτικότητα και η καχυποψία για τη δίκαιη και σωστή εφαρμογή των άρθρων περί καταλογισμού.
Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει την προαναφερθείσα καχυποψία, είναι και η παρατηρηθείσα ατεκμηρίωτη και αποσπασματική επίκληση του ακαταλόγιστου εκ μέρους των συνηγόρων υπεράσπισης. Μέσα από την μελέτη των δικογραφιών, καταφάνηκε η ανεπιτυχής προσπάθεια των δικηγόρων των θυτών να λάβει ο εντολέας τους μειωμένο καταλογισμό, χωρίς όμως το ειδικό βάρος της εμπεριστατωμένης και επιστημονικά τεκμηριωμένης άποψης. Όπως κατέδειξε η παρούσα έρευνα, η παρουσία ψυχιάτρου είναι καταλυτικός παράγοντας για την επιτυχή επίκληση των υπό εξέταση άρθρων. Εάν συνδυάσουμε το εύρημα αυτό με την πολύ σημαντική διαπίστωση ότι παρατηρείται υψηλού βαθμού ομοφωνία στις αποφάσεις μεταξύ των δικαστηριακών βαθμίδων, τότε συνάγεται το συμπέρασμα ότι η παρουσία του ψυχιάτρου, από το πρωτοβάθμιο κιόλας δικαστήριο, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή δικαστηριακή επίκληση των άρθρων 34 και 36 Π.Κ. Τέλος, ένα σημαντικό εύρημα που σχετίζεται με την ποιοτική αντιμετώπιση των ψυχιατρικών γνωματεύσεων εκ μέρους των δικαστηρίων, είναι η διαπίστωση της στατιστικά σημαντικής συσχέτισης της δικαστηριακής απόφασης και της γνωμοδότησης των ψυχιάτρων – πραγματογνωμόνων διορισμένων από το ίδιο το δικαστήριο.
Τα σχετιζόμενα με την ψυχοπαθολογία αλλά και με την εγκληματική δραστηριότητα ποιοτικά χαρακτηριστικά που μελετήθηκαν ανέδειξαν, επίσης, σημαντικά ευρήματα. Τα ευρήματα αυτά είναι σε συμφωνία με τα αντίστοιχα της ξένης βιβλιογραφίας. Οι κυριότερες διαγνώσεις πριν από την τέλεση του εγκλήματος ήταν αυτές της διαταραχής χρήσης ουσιών και της σχιζοφρένειας. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι παρότι η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ παραβατικότητας – εγκληματικότητας και χρήσης ουσιών έχει αποδειχτεί ερευνητικά, η ποινική μεταχείριση των χρηστών – εγκληματιών αλλά και της ίδιας της χρήσης παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα διάφορα κράτη, ανάλογα με την ακολουθούμενη αντεγκληματική πολιτική. Η σχιζοφρένεια, πάντως, σε όλες τις διεθνείς μελέτες είναι η πιο συχνή ψυχική διαταραχή που σχετίζεται με υποθέσεις ακαταλόγιστων δραστών. Ένα διαρκώς παρατηρούμενο ποιοτικό χαρακτηριστικό της εγκληματικής δραστηριότητας, που σχετίζεται με την ψυχική διαταραχή και το οποίο αναδείχθηκε και στην παρούσα έρευνα, είναι ότι τα θύματα ψυχωσικών εγκληματιών είναι άτομα του εγγύτερου τους περιβάλλοντος, ενώ το συχνότερο έγκλημα είναι αυτό της ανθρωποκτονίας. Δύο άλλα στοιχεία, που μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν εφαλτήριο προβληματισμού σχετικά με την επάρκεια και αποτελεσματικότητα των ψυχιατρικών – ψυχιατροδικαστικών πρακτικών και μεθόδων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά παγκοσμίως, είναι το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό των δραστών (ποσοστό που κυμαίνεται ανάλογα την έρευνα) είχε προηγούμενη επαφή με ψυχιατρικές υπηρεσίες και ψυχιατρικές νοσηλείες. Το ιστορικό ψυχιατρικών νοσηλειών, δε, αποτελεί ένα πολύ ισχυρό προγνωστικό παράγοντα απόδοσης του μειωμένου καταλογισμού.
Τα προαναφερθέντα ευρήματα της παρούσης μελέτης αλλά και η ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας καταδεικνύουν την τεράστια ανάγκη για περαιτέρω και εν τω βάθει έρευνα με στόχο την βελτίωση των παρεχόμενων ψυχιατρικών υπηρεσιών, την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών αποτροπής της εγκληματικότητας μεταξύ των ψυχιατρικών ασθενών, την κοινωνική τους επανένταξη και αποστιγματοποίηση.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Άρθρο 34, Άρθρο 36, Ακαταλόγιστος, Ψυχιατροδικαστική, Ποινικός Κώδικας
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
270
Αριθμός σελίδων:
326
Tzeferakos G PhD thesis.pdf (5 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο