Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Κοσκολού Μ., Επίκουρη Καθηγήτρια, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Γελαδάς Ν., Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Ψυχουντάκη Μ., Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος χάνει την ικανότητα να διατηρεί το συνιστώμενο ισοζύγιο νερού στο σώμα του. Έχει διαπιστωθεί πως ήπια αφυδάτωση, που αντιστοιχεί σε απώλεια υγρών της τάξης του 1-2% του συνολικού σωματικού βάρους, μπορεί να μειώσει σημαντικά την φυσική απόδοση καθώς και να προκαλέσει διαταραχές της πνευματικής λειτουργίας. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η επίδραση της ήπιας αφυδάτωσης στη σωματική και πνευματική απόδοση ηλικιωμένων ατόμων (60-75 ετών) μέσω δέσμης δοκιμασιών φυσικής κατάστασης για ηλικιωμένους (Senior Fitness Test) και δοκιμασίας πνευματικής συγκέντρωσης.
Όλοι δοκιμαζόμενοι (10 άνδρες και 10 γυναίκες, 65,5±4,7 ετών) εξετάστηκαν σε δοκιμασίες αξιολόγησης σωματικής και πνευματικής απόδοσης σε δύο διαφορετικές συνθήκες υδάτωσης του οργανισμού, με τυχαία και αντισταθμισμένη σειρά. Στη συνθήκη αφυδάτωσης (ΑΦΥΔ) περι-οριζόταν για 24 ώρες η λήψη υγρών, πριν την έναρξη των δοκιμασιών, ενώ στη συνθήκη ενυδάτωσης (ΕΝΥΔ) δινόταν προτροπή για ελεύθερη κατανάλωση υγρών (ελάχιστη ποσότητα ≥2,5 λίτρα/ ημέρα). Το επίπεδο υδάτωσης και στις δυο συνθήκες ελέγχθηκε με εξέταση του ειδικού βάρους των ούρων με τη χρήση διαθλασίμετρου (USG) και ειδικών ταινιών εμποτισμού (USGD), καθώς και με την κλίμακα χρωματισμού των ούρων (UCC). Τιμή USG≥ 1020 ορίστηκε ως ΑΦΥΔ και USG< 1020 ως ΕΝΥΔ. Σε κάθε συνθήκη, εκτός από τις επιδόσεις στις δοκιμασίες φυσικής και πνευματικής κατάστασης, καταγράφονταν επίσης η καρδιακή συχνότητα και η αρτηριακή πίεση ηρεμίας και αποκατάστασης, το σωματικό βάρος (Σ.Β.), και η αίσθηση δίψας.
Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν t-test για εξαρτημένα δείγματα, ΑΝΟVA διπλής κατεύθυνσης (φύλο x συνθήκη υδάτωσης) με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις και συσχέτιση. Ως επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε το p<0,05. Βρέθηκε μέτρια έως πολύ υψηλή συσχέτιση μεταξύ των τριών μεθόδων ελέγχου του επιπέδου υδάτωσης και για τις δυο συνθήκες (r=0,565- 0,864, p<0,01). Στην ΑΦΥΔ παρατηρήθηκε 1,4% απώλεια του Σ.Β. (p<0,001) και εντονότερη δίψα (p<0,001), ενώ βρέθηκαν σημαντικά μειωμένες επιδόσεις στις δοκιμασίες: “άρσεις από κάθισμα” (ΑΦΥΔ: 17,9±5,1, ΕΝΥΔ: 19,5±4,1, p<0,05), “εξάλεπτο τεστ βάδισης” (ΑΦΥΔ: 521,3±79,4 m, ΕΝΥΔ: 565,8 ±94,8 m, p<0,001), καθώς και στη δοκιμασία πνευματικής απόδοσης (ΑΦΥΔ: 17,7±2,2, ΕΝΥΔ: 21,0±3,9, p<0,001). Αντιθέτως, δεν ήταν στατιστικά σημαντική η διαφορά μεταξύ των δύο συνθηκών (p>0.05) στις δοκιμασίες: “κάμψεις δικεφάλου” (ΑΦΥΔ: 24,9±3,9, ΕΝΥΔ: 26,5±5,8), “πιάσιμο χεριών πίσω από την πλάτη” (ΑΦΥΔ: -9,2±9,3 cm, ΕΝΥΔ:-8,0±9,4 cm), “δίπλωση κορμού σε καθιστή θέση” (ΑΦΥΔ: 0,0±9,1 cm, ΕΝΥΔ: 1±10,2 cm), “σήκωμα από καρέκλα, βάδιση 2,44 m. και επιστροφή” (ΑΦΥΔ: 5,0±1,1 sec, ΕΝΥΔ: 4,9±1,1 sec). Οι επιδόσεις των γυναικών δεν διέφεραν σημαντικά από εκείνες των ανδρών και δεν βρέθηκε σημαντική άλληλεπίδραση μεταξύ φύλου και συνθήκης υδάτωσης σε καμία από τις δοκιμασίες (p>0,05).
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, επιβεβαιώνουν την ερευνητική υπόθεση ότι η ήπια αφυδάτωση επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις των ηλικιωμένων ατόμων σε δοκιμασίες φυσικής και πνευματικής κατάστασης και ιδιαίτερα την καρδιοαναπνευστική αντοχή και την πνευματική ετοιμότητα. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της επαρκούς ενυδάτωσης σε καθημερινή βάση για τη διατήρηση της καλής σωματικής και πνευματικής απόδοσης στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα.