Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γουρνέλλης Ρωσσέτος, Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Χριστοδούλου Χρήστος, Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κουζούπης Αναστάσιος, Επίκουρος Καθηγητής Ψυχιατρικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίληψη:
Το Delirium, χαρακτηρίζεται από σοβαρή και οξεία διαταραχή της συνείδησης και άλλων γνωστικών λειτουργιών σε υποκείμενη παθολογική κατάσταση. Η υψηλή συχνότητα του συνδρόμου σε ασθενείς που νοσηλεύονται στο γενικό νοσοκομείο κάνει επιτακτική την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση των κλινικών και ψυχομετρικών δεδομένων των ασθενών που εμφάνισαν delirium κατά τη νοσηλεία τους στο Π.Γ.Ν. «Αττικόν», καθώς και η αξιολόγηση της σοβαρότητας του συνδρόμου στις ομάδες που εκτιμήθηκαν. Παράλληλα, απώτερος στόχος της έρευνας είναι η ανάδειξη των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση delirium αλλά και των παραγόντων που επηρεάζουν τη βαρύτητα του συνδρόμου μεταξύ των ασθενών.
Μελετήθηκαν 113 ασθενείς με delirium, και χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα ψυχομετρικά εργαλεία: Delirium Rating Scale – Revised 98, (DRS-R-98) και Cumulative Illness Rating Scale (CIRS), Confusion Assessment Method (CAM) και η CAGE.
Η μέση τιμή της ηλικίας του δείγματος ήταν τα 74,6 έτη (SD= 15,36) και το 51,3% ήταν άνδρες. Στο συνολικό δείγμα το 52,78% νοσηλεύονταν σε παθολογικές κλινικές και η μέση τιμή εκδήλωσης delirium από τη μέρα εισαγωγής για όλους τους συμμετέχοντες ήταν 4,6 ημέρες (SD= 5,8) χωρίς να διαφοροποιείται σημαντικά στις επιμέρους ομάδες.
Έγινε σύγκριση στην βαρύτητα των συμπτωμάτων κατά την εκδήλωση του συνδρόμου μεταξύ ασθενών: 1)με ατομικό ψυχιατρικό ιστορικό (31 ασθενείς) και χωρίς ιστορικό (82 ασθενείς) και διαπιστώθηκε η ύπαρξη ψυχιατρικού ιστορικού να μην επηρεάζει την βαρύτητα του delirium (t= -0,55, p>0,05), 2) μεταξύ ασθενών που νοσηλεύτηκαν στις παθολογικές κλινικές (n=60) και στις χειρουργικές (n=53), μεταξύ των οποίων και πάλι δεν βρέθηκαν διαφορές (t= 1,32, p= 0,19), 3) μεταξύ ασθενών με διαγνωσμένη άνοια (n=40) και χωρίς (n=73), όπου φάνηκε οι ασθενείς με άνοια να εκδηλώνουν μεγαλύτερης βαρύτητας συμπτώματα delirium (t=-2,34, p=0,021), 4) ανάμεσα στις τρεις ηλικιακές ομάδες στις οποίες διαχωρίστηκε το δείγμα (adults, young old & old old), όπου βρέθηκε η τρίτη ηλικιακή ομάδα (old old) να εκδηλώνει μεγαλύτερης βαρύτητας delirium σε σχέση με την δεύτερη ηλικιακή ομάδα (young old) (F=5,69, p=0,004).
Ερευνήθηκε η σχέση των ασθενών με άνοια και χωρίς με τις άλλες κλίμακες που χορηγήθηκαν στο δείγμα και δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντικά σχέση ανάμεσα στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του delirium και 1) την CAGE (p>0,05), όπως επίσης, και 2) τη σοβαρότητα της συννόσησης (p>0,05).
Σύμφωνα με την παρούσα μελέτη το delirium, συνιστά μία επείγουσα και επικίνδυνη κατάσταση, η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας για τον προσδιορισμό των παραγόντων κινδύνου, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη πρόληψη αυτού. Η διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ των διάφορων τμημάτων του νοσοκομείου με την ομάδα της Διασυνδετικής –Συμβουλευτικής Ψυχιατρικής, αποδεικνύεται μείζονος σημασίας στη κλινική πράξη.