Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Μαρία Ρούσσου, επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Χαρίκλεια Ντρίνια, καθηγήτρια, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αικατερίνη Δερμιτζάκη, E.ΔΙ.Π., Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίληψη:
Η παγκόσμια κληρονομιά της αστρονομίας ως επιστήμης θεωρείται, στο μεγαλύτερο μέρος της, άυλη. Σύμφωνα με την UNESCO, αφορά τα στοιχεία σχετικά με την πρακτική της αστρονομίας, τις κοινωνικές χρήσεις και τις αναπαραστάσεις αυτής. Τα μουσεία αξιοποιούν ποικίλες ερμηνείες και πρακτικές εκπαίδευσης για τη διευκόλυνση της μάθησης, της ανακάλυψης και την εμπλοκή του κοινού στην διάρκεια μιας επίσκεψής. Στο πλαίσιο αυτό, οι στρατηγικές ψηφιακής ερμηνείας κατά την επίσκεψη στον χώρο των μουσείων αποτελούν συχνό φαινόμενο. Η ένταξη τεχνολογικών εφαρμογών σε εκθέσεις παρατηρείται περισσότερο, αλλά όχι αποκλειστικά, σε μουσεία επιστημών. Συνεπώς, υπό αυτές τις συνθήκες, αρκετά αστεροσκοπεία έχουν υιοθετήσει ένα εύρος τεχνικών για την παροχή εμπειριών που επεκτείνονται από τις απλές παρουσιάσεις και τη δημιουργία άτυπων μαθησιακών περιβαλλόντων, σε συμμετοχικές ευκαιρίες με ψηφιακά εκθέματα και διαδραστικές οθόνες.
Όπως γίνεται αντιληπτό, από μία επίσκεψη στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στον μουσειακό του χώρο δίνεται περισσότερη έμφαση στην παράθεση πληροφοριών και τον τρόπο που αυτές αντιπαραβάλλονται με τα εκθέματα. Ωστόσο, οι σύγχρονες μουσειακές τάσεις αναζητούν τη στροφή από το αντικείμενο-κεντρικό μοντέλο στο άνθρωπο-κεντρικό. Σε αυτό δίνεται έμφαση στην δημιουργία μοναδικών και εξατομικευμένων εμπειριών, ιδιαίτερα όσον αφορά την άυλη κληρονομιά, η οποία, εξ’ ορισμού, απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση. Αυτό συμβαίνει επειδή η άυλη κληρονομιά θεωρείται ως μία διαδικασία συνεχούς εξέλιξης, η οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί τόσο από τον «υλικό πολιτισμό», όσο και από το «ζωντανό πολιτισμό».
Στόχος της εργασίας που προτείνεται είναι ο σχεδιασμός και η δημιουργία πολυαισθητηριακής εμπειρίας μέσω ψηφιακής εφαρμογής και απτών διαδράσεων για χρήση στον φυσικό μουσειακό χώρο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Η πολυαισθητηριακή εμπειρία συμβαίνει όταν περισσότερες από μία εκ των πέντε αισθήσεων συμβάλλουν στην ανθρώπινη αντίληψη. Αυτό υποστηρίζει τη δημιουργία ατομικών εμπειριών και αναφέρεται στον τρόπο αντίδρασης των επισκεπτών, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν με τα εκθέματα σε φυσικό, διανοητικό και συναισθηματικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις τους.
Σημαντικό εργαλείο μέτρησης της επιτυχίας της συγκεκριμένης πρότασης είναι η διαμορφωτική αξιολόγηση. Σύμφωνα με τα ευρήματα της αξιολόγησης που διεξήχθη με επισκέπτες εντός κι εκτός του μουσειακού χώρου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ο συνδυασμός της ψηφιακής αφήγησης και των απτών διαδράσεων δύναται να ενισχύσει τη μουσειακή εμπειρία, ωστόσο παρουσιάζονται αρκετές αδυναμίες και ελλείψεις που χρήζουν βελτίωσης, για τις οποίες απαιτείται περαιτέρω έρευνα. Το ευθύ και εστιασμένο μήνυμα, μέσα από την χρήση της εφαρμογής σε κινητά, θα βοηθήσει στο να ξεπεραστούν τα «στενά» περιθώρια του χώρου. Το ερμηνευτικό υλικό παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα εκθέματα, οι οποίες δεν καθίστανται εμφανείς μόνο από την οπτική παρατήρησή τους, επιτρέποντας παράλληλα την ενεργή δράση των επισκεπτών, οι οποίοι καλούνται να δημιουργήσουν το δικό τους ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα από την πολυαισθητηριακή εμπειρία.
Λέξεις-κλειδιά:
μουσειολογία, απτή αλληλεπίδραση, άυλη πολιτιστική κληρονομιά, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, μουσειακή εμπειρία, ψηφιακή αφήγηση