Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γκιζάνη Σωτηρία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΕΚΠΑ
Μητσέα Αναστασία, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΕΚΠΑ
Σηφακάκης Ιωσήφ, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Σκοπός: Ο πρωταρχικός στόχος της μελέτης ήταν η συστηματική καταγραφή και αξιολόγηση ποιοτικά και ποσοτικά του συμπαγούς οστού της κάτω γνάθου σε υγιή παιδιά και εφήβους ηλικίας 6-18 ετών. Οι δευτερεύοντες στόχοι ήταν η αξιολόγηση της κατανομής της οστικής πυκνότητας και της ποιότητας του συμπαγούς οστού σε διάφορες ομάδες φύλου και ηλικίας. Επίσης η διερεύνηση της πιθανότητας η οστική πυκνότητα να επηρεάζεται από παράγοντες που γενικά μεταβάλλουν την σύγκλειση και έμμεσα τις μασητικές δυνάμεις, όπως η παρουσία εκτεταμένων τερηδονικών βλαβών, ελλειπόντων δοντιών, εκτεταμένων αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης και ανοξείδωτων προκατασκευασμένων στεφανών. Απώτερος στόχος της μελέτης ήταν η δημιουργία πινάκων αναφοράς του πάχους του συμπαγούς οστού σε υγιή ελληνικό πληθυσμό παιδιών και εφήβων.
Υλικό & Μέθοδος: Πρόκειται για διπλή τυφλή αναδρομική μελέτη κοορτής που αξιολόγησε το συμπαγές οστό μέσω 660 οδοντιατρικών πανοραμικών ακτινογραφιών που ελήφθησαν στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών στο πλαίσιο των οδοντιατρικών αναγκών των ασθενών. Αναζητήθηκαν τα οδοντιατρικά αρχεία όλων των ασθενών ηλικίας 6-18 ετών του Τμήματος Παιδοδοντιατρικής και του Τμήματος Ορθοδοντικής (Οδοντιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) που υποβλήθηκαν σε θεραπεία μεταξύ των ετών 2012 έως 2021, για τους οποίους υπήρχε διαθέσιμη οδοντιατρική πανοραμική ακτινογραφία. Η περίοδος που επιλέχθηκε εξασφάλισε ότι όλες οι ακτινογραφίες είναι συγκρίσιμες, καθώς έχουν πραγματοποιηθεί με το ίδιο ακτινογραφικό μηχάνημα και η πιθανή μεγέθυνση είναι η ίδια.
Τα κριτήρια επιλογής ήταν ακτινογραφίες που ανήκουν σε άτομα ηλικίας 6-18 ετών, ελληνικής καταγωγής. Θα έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο πλήρες ιατρικό και οδοντιατρικό ιστορικό και οι πανοραμικές ακτινογραφίες να έχουν καλή ποιότητα. Τα κριτήρια αποκλεισμού ήταν ακτινογραφίες που ανήκουν σε άτομα ηλικίας > 18 ετών, σε άτομα με νοσήματα ή καταστάσεις που τα ίδια ή η θεραπεία τους επηρεάζει το οστό π.χ. διατροφικές διαταραχές, πρωορότητα, πρώιμη ήβη, μυοσκελετικές διαταραχές κ.α. Επίσης άτομα που υποβάλλονται ή έχουν υποβληθεί σε ορθοδοντική θεραπεία και ακτινογραφίες που να είναι κακής ποιότητας.
Οι πανοραμικές ακτινογραφίες χωρίστηκαν σε ισόποσες ομάδες ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.
Το συμπαγές οστό της κάτω γνάθου αξιολογήθηκε ποσοτικά και ποιοτικά, χρησιμοποιώντας δυο ανθρωπομετρικούς δείκτες. Η ποσοτική αξιολόγηση έγινε χρησιμοποιώντας τον δείκτη Mandibular Cortical Width (MCW), ο οποίος αξιολογεί το πάχος του συμπαγούς πετάλου της κάτω γνάθου άπω του γενειακού τρήματος. Εφαρμόστηκε η μέθοδος των Paulsson-Björnsson και συν.(2015). Συγκεκριμένα, σε κάθε ημιμόριο σχεδιάστηκε η εφαπτομένη στο χείλος της κάτω γνάθου και στη συνέχεια σχεδιάστηκαν 4 κάθετες γραμμές που περνούν από τα ακόλουθα 4 σημεία:
1. Μια γραμμή που περνά εμπρός από το πρόσθιο χείλος του κλάδου της κάτω γνάθου και τέμνει την περιοχή μπροστά από τη γωνία της κάτω γνάθου (Antegonion).
2. Από την εγγύς επιφάνεια στο ύψος της αδαμαντινοοδοντινικής ένωσης του πρώτου μόνιμου γομφίου.
3. Από τα υψηλότερα σημεία του φύματος του δευτέρου προγομφίου.
4. Από τα υψηλότερα σημεία του φύματος του πρώτου προγομφίου.
Αντίστοιχα η ποιοτική ανάλυση έγινε χρησιμοποιώντας τον δείκτη Mandibular Cortical Index (MCI),σύμφωνα με τη μελέτη των Klemetti και συν. (1994), ο οποίος αξιολογεί τη μορφολογία του ορίου του συμπαγούς πετάλου με το σπογγώδες στην περιοχή άπω του γενειακού τρήματος. Ο δείκτης αυτός έχει 3 στάδια ανάλογα με τη βαρύτητα (C1, C2, C3).
Όσον αφορά τη ποσοτική αξιολόγηση, το πάχος του συμπαγούς οστού μετρήθηκε με το λογισμικό Image J (Image J 1.50c4 για Windows XP). Καθώς το λογισμικό μετρά το μήκος σε pixel (1024x1024 εικονοστοιχεία- 8-bit- 1 MB), όλες οι μετρήσεις μετατράπηκαν σε mm χρησιμοποιώντας έναν υπολογισμένο συντελεστή. Οι διαστάσεις των pixel στο φυσικό κόσμο, βασίστηκαν στο μέγεθος των pixel χρησιμοποιώντας ένα γνωστό δείγμα. Για κάθε ακτινογραφία, η μέση τιμή από τις δύο μετρήσεις για κάθε σημείο και η συνολική μέση τιμή από όλα τα σημεία υπολογίστηκε και καταγράφηκε σε ειδικά σχεδιασμένο φύλλο καταγραφής.
Η αξιολόγηση και η ανάλυση όλων των ακτινογραφιών πραγματοποιήθηκε με τυχαία σειρά από δύο βαθμονομημένους παρατηρητές. Οι αξιολογητές ενήργησαν τυφλά όσον αφορά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του ασθενούς, δεδομένου ότι όλες οι ακτινογραφίες αναμείχθηκαν αρχικά από έναν τρίτο ερευνητή που δεν συμμετείχε στη διαδικασία αξιολόγησης. Ο τρίτος ερευνητής, ο οποίος ήταν επίσης βαθμονομημένος, συμμετείχε στην προετοιμασία των ακτινογραφιών για την ποσοτική ανάλυση, δηλαδή στη χάραξη των γραμμών που απαιτούνταν για την ανάλυση και στην περικοπή των ακτινογραφιών έτσι ώστε να είναι ορατή μόνο η κάτω γνάθος για να διευκολυνθεί η ανάλυση.
Τυχόν διαφορές μεταξύ των αξιολογητών επιλύονταν με συζήτηση και, εάν δεν επιτυγχανόταν συμφωνία, ζητούνταν η γνώμη ενός τρίτου αξιολογητή που δεν είχε προηγουμένως εμπλακεί στις ανωτέρω διαδικασίες.
100 ακτινογραφίες επανεξετάστηκαν μετά από ένα μήνα από τους ίδιους εξεταστές για να ελεγχθεί η αξιοπιστία µμεταξύ των παρατηρητών.
Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 11,7 έτη (SD: 3,37 έτη). Όσον αφορά τον τύπο της οδοντοφυΐας, το 30,6% των ασθενών ήταν στην πρώιμη μικτή οδοντοφυΐα, το 23,3% στην όψιμη μικτή και το 46,1% στην μόνιμη οδοντοφυΐα.
Όσον αφορά την ποιοτική αξιολόγηση, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της μορφολογίας του οστού και του φύλου, με τα κορίτσια να εμφανίζουν συχνότερα ομοιογενές οστό (C1) σε σύγκριση με τα αγόρια που εμφανίζουν συχνότερα C2. Επίσης στατιστικά σημαντική συσχέτιση βρέθηκε και με τις ηλικιακές ομάδες. Συγκεκριμένα, το συμπαγές οστό γίνεται λιγότερο ομοιογενές με την πάροδο της ηλικίας, ιδιαίτερα από την ηλικία των 8-11 και 14+ ετών. Επιπρόσθετα, η μελέτη μας έδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη συσχέτιση μεταξύ της μορφολογίας του συμπαγούς οστού και του τύπου της οδοντοφυΐας, δηλαδή διαπιστώσαμε ότι στη μικτή οδοντοφυΐα επικρατεί η κατηγορία C1 και στη μόνιμη οδοντοφυΐα μειώνεται και αυξάνεται η C2.
Όσον αφορά την ποσοτική αξιολόγηση αντίστοιχα υπάρχει στατιστικά σημαντική αύξηση του πάχους του συμπαγούς οστού με την πάροδο της ηλικίας, ιδιαίτερα από την ηλικία των 8-9 και έπειτα. Αυτό το ηλικιακό σκαλοπάτι φαίνεται να σχετίζεται με την έναρξη της εφηβείας και τις ορμονικές αλλαγές.
Δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της μορφολογίας του συμπαγούς οστού σύμφωνα με τον δείκτη MCI ή του πάχους του οστού και της παρουσίας τερηδονικών βλαβών, ελλειπόντων δοντιών, αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης και προκατασκευασμένων ανοξείδωτων στεφάνων.
Επιπλέον, δημιουργήσαμε πίνακες αναφοράς της μορφολογίας και του πάχους του συμπαγούς οστού σε υγιή ελληνικό πληθυσμό παιδιών και εφήβων.
Συμπεράσματα: Στο πλαίσιο των περιορισμών της παρούσας μελέτης, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι:
- Διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ του φύλου και της μορφολογίας του συμπαγούς οστού σύμφωνα με τον δείκτη MCI. Το συμπαγές οστό είναι ομοιόμορφο συχνότερα στα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια.
- Το στάδιο ανάπτυξης της οδοντοφυΐας συσχετίστηκε στατιστικά σημαντικά με το πάχος του συμπαγούς οστού, δηλαδή το πάχος του συμπαγούς οστού ήταν υψηλότερο στη μόνιμη οδοντοφυΐα σε σύγκριση με την πρώιμη ή την όψιμη μικτή οδοντοφυΐα.
- Δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του πάχους του συμπαγούς οστού ή της μορφολογίας του οστού και παραγόντων όπως η ύπαρξη εκτεταμένης τερηδόνας, ελλειπόντων δοντιών, αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης και προκατασκευασμένων ανοξείδωτων στεφανών.
- Απαιτούνται ευρύτερες και καλά σχεδιασμένες μελέτες για να υποστηριχθούν οι συσχετίσεις μεταξύ ηλικίας/φύλου και μορφολογίας ή πάχους οστού.
- Η ποιότητα των οστών που ανιχνεύεται στις οδοντιατρικές ακτινογραφίες θα μπορούσε να αποτελεί πρωταρχικό σημάδι μιας υποκείμενης συστηματικής διαταραχής και, ως εκ τούτου, οι οδοντίατροι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην έγκαιρη ανίχνευση και την παραπομπή των ασθενών για περαιτέρω έλεγχο.