Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Αθανάσιος Δουζένης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Επιβλέπων
Φώτιος Χατζηνικολάου, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, Α.Π.Θ.
Μαρί- Λουίζ Ψαρρά, Κλινική Ψυχολόγος- Διδάκτωρ Εγκληματολογίας
Περίληψη:
Εισαγωγή: Τα Σεξουαλικά εγκλήματα και ειδικότερα ο βιασμός ήταν ανέκαθεν συνυφασμένα με τα κρατούντα Ηθη και την Ηθική. Ο βιασμός θεωρούνταν παράβαση πρωτίστως ηθική ενώ ο κοινωνικός στιγματισμός δεν διαχώριζε δράστη και θύμα αλλά τους τοποθετούσε στο ίδιο πλαίσιο ηθικού παραπτώματος. Έκφανση αυτής της αντίληψης αποτελούσε και η απαίτηση περί υποχρέωσης αντίστασης του θύματος. Έτσι, μόνο η σθεναρή αντίσταση μπορούσε να απενεχοποιήσει το θύμα, που συχνά αντιμετωπιζόταν ως συμμέτοχος. Η διαιώνιση της νοοτροπίας αυτής, που φτάνει ακόμη και στις μέρες μας αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για τον μεγάλο αριθμό σκοτεινών υποθέσεων που παρατηρείται για τα συγκεκριμένα εγκλήματα.
Σκοπός: Στην παρούσα μελέτη επιχειρήθηκε να διερευνηθεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό τα Ηθη επηρεάζουν πράγματι την ποινική αντιμετώπιση του βιασμού σε επίπεδο τόσο νομοθετικό όσο και νομολογιακό. Σε ποιο βαθμό οι εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοηθικές αντιλήψεις εμφιλοχωρούν στην ποινική διαδικασία και στην αντίστοιχη δικανική κρίση και πως οι ηθικολογικές κρίσεις και οι προκαταλήψεις για τη συμπεριφορά του θύματος επηρεάζουν την ποινική του αντιμετώπιση. Περαιτέρω, η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να εισφέρει στην σχετική συζήτηση αναφορικά με τα στερεότυπα περί βιασμού που αναπαράγονται διαχρονικά και αν πράγματι επιβεβαιώνονται στο υπο εξέταση δείγμα. Επιπλέον, επιχειρείται να σκιαγραφηθεί ένα προφίλ για το άτομο που συνδυάζει την βία με την σεξουαλικότητα ως δράστης, καθώς και να ερευνηθούν τα χαρακτηριστικά του θύματος του υπο κρίση εγκλήματος.
Μεθοδολογία: Η παρούσα εργασία καταστρώνεται σε δύο ευρύτερα κεφάλαια, αφενός στο θεωρητικό μέρος όπου, μελετήθηκε η νομοθετική εξέλιξη της διάταξης που τυποποιεί το έγκλημα του βιασμού από τις απαρχές του Ποινικού Κώδικα όπου τα σχετικά εγκλήματα ήταν ενταγμένα στο Κεφάλαιο περί «προσβολής των Ηθών» έως σήμερα, που τα σεξουαλικά εγκλήματα θεωρούνται εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και αυτοδιάθεσης του ατόμου. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στα δογματικά και αποδεικτικά ζητήματα που αναδύονται από την προσθήκη της διάταξης για τη συναίνεση, που προστέθηκε σχετικά πρόσφατα στην νομοθετική διάταξη του βιασμού.
Στο δεύτερο -ερευνητικό μέρος, συλλέχθηκε το δικογραφικό υλικό 23 υποθέσεων, που απασχόλησαν τα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια (ΜΟΔ) της Ρόδου και της Κω, τα οποία έχουν αρμοδιότητα για όλα τα Δωδεκάνησα και αφορούν το αδίκημα του βιασμού για την χρονική περίοδο από το έτος 1990 έως το έτος 2022. Κατά τη συλλογή του δείγματος προέκυψαν αφενός γεωγραφικοί περιορισμοί (Δωδεκάνησα) και αφετέρου χρονικοί περιορισμοί (περίοδος 1990-2022)
Για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας, το δείγμα μελετήθηκε ως προς τις περιστάσεις, που πλαισιώνουν το εκάστοτε περιστατικό, ήτοι τις περιστάσεις τόπου, χρόνου, τρόπου τέλεσης της πράξης, καθώς και ως προς τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, εθνικότητα, ηλικία επάγγελμα, εκπαιδευτικό επίπεδο, κοινωνικο-πολιτισμικό υπόβαθρο δράστη και θύματος αλλά και ως προς την τυχόν μεταξύ τους σχέση ή το κίνητρο του δράστη (εκτόνωση σεξουαλικής ορμής ή πράξη επιβολής στη βούληση του θύματος). Επιπλέον, εξετάστηκε, αν υφίστανται, παράγοντες κινδύνου πχ αλκοόλ, ψυχοπαθολογική συμπεριφορά, εμπειρίες κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία, ή αν υπήρξε κάποιος εκλυτικός παράγοντας που πυροδότησε το εκάστοτε περιστατικό.
Ακόμη, αναζητήθηκαν στην αιτιολογία της απόφασης τυχόν αναφορές σε ηθικολογικούς όρους ή ηθικολογικές κρίσεις για τον κατηγορούμενο ή το θύμα, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα αναφορικά με την επιρροή των εκάστοτε κρατουσών αντιλήψεων περί ηθικής στην κατάφαση του υπό εξέταση εγκλήματος και στην κατάγνωση της ενοχής του δράστη, καθώς και ποια είναι αντιμετώπιση του θύματος και του κατηγορουμένου από το ποινικό δικαστήριο.
Αποτελέσματα: Εκ των 23 υποθέσεων, στις 21 υποθέσεις έχει εκδοθεί Απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, εκ των οποίων οι 16 ήταν καταδικαστικές, οι 4 αθωωτικές και σε μία περίπτωση έπαυσε η δίωξη του κατηγορουμένου, λόγω επιθυμίας του θύματος. Οι 2 υποθέσεις βρίσκονται στο στάδιο του Βουλεύματος, δηλαδή, το Δικαστικό Συμβούλιο έχει αποφασίσει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο αλλά δεδομένου ότι πρόκειται για πρόσφατες υποθέσεις (έτους 2022), οι οποίες δεν έχουν εκδικαστεί ακόμη.
Η πλειοψηφία των περιπτώσεων που μελετήθηκαν (73,9%) έλαβε χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και ιδίως κατά τις βραδινές ώρες (65,2%). Τα θύματα ήταν πάντοτε γυναίκες, στην πλειοψηφία τους αλλοδαπές (56,5%). Σε ποσοστό 41,2% τα θύματα ήταν νεαρής ηλικίας, μεταξύ 15-20 με επικρατούσα τιμή τα 17 έτη. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (73,9%) δεν υπήρχε προηγούμενη σχέση μεταξύ των θυμάτων και των δραστών, αντιθέτως οι δρόμοι τους συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ, που έλαβε χώρα η τέλεση του εγκλήματος. Σε ποσοστό 39,1% το έγκλημα έλαβε χώρα σε εξωτερικό χώρο, συνήθως σε κάποια ερημική τοποθεσία του νησιού, όπου ο δράστης παρέσυρε το θύμα.
Συμπεράσματα: Τα ευρήματα που ανευρέθηκαν ευχερώς εξηγούνται από το γεγονός ότι στα Δωδεκάνησα υπάρχει μεγάλη τουριστική επισκεψιμότητα κατά τους θερινούς μήνες. Στις περισσότερες από τις υπό εξέταση περιπτώσεις οι δράστες φαίνεται να δρουν ευκαιριακά κι όχι κατοπιν οργανωμένου σχεδιασμού, υπολογίζοντας στην αριθμητική υπεροχή τους και στην υπέρτερη σωματική τους δύναμη για την καθυπόταξη του θύματος, στις περιπτώσεις που υπήρξε σθεναρή αντίσταση εκ μέρους του θύματος ο δράστης φαίνεται να χάνει τον έλεγχο τόσο που να οδηγείται στην θανάτωση του θύματος (δυο περιπτώσεις). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι δράστες κινούνταν σε περιοχές που σύχναζαν τουρίστριες, ιδίως κατά τις βραδινές ώρες και ενήργησαν εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε, την ανάγκη ή την ευπιστία του θύματος.
Περαιτέρω, παρότι η νομοθετική εξέλιξη απεγκλώβισε πλέον τα οικεία εγκλήματα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των Ηθών, ωστόσο, παρατηρούμε ότι οι κοινωνικοηθικές αντιλήψεις εμφιλοχωρούν στην ποινική διαδικασία και στην κρίση των δικαστών κυρίως των ενόρκων. Τέτοιες κρίσεις μπορεί να αφορούν στην προηγούμενη γνωριμία θύτη- θύματος, στην προκλητική εμφάνιση του θύματος, ή στην προκλητική συμπεριφορά του πριν την επίθεση, αποδοχή εκ μέρους του θύματος της προτάσεως του δράστη για επίσκεψη στο διαμέρισμά του ή μεταφορά του με το αυτοκίνητο του δράστη, κοινωνική θέση του θύματος, το κοινωνικά συμβατό του παρελθόντος του δράστη κλπ. Ενίοτε αλλά ευτυχώς σπανιότερα τέτοιες ηθικολογικές κρίσεις διατυπωνονται ακόμη και στο σκεπτικό των αποφάσεων.