Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γεώργιος Καβύρης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίληψη:
Ο Κορινθιακός Κόλπος αποτελεί ένα φυσικό εργαστήριο για την εκτέλεση μικροσεισμικών μελετών. Η εκδήλωση ισχυρών και καταστρεπτικών σεισμών από την αρχαιότητα έχει συμβάλλει σημαντικά στην διαμόρφωση των πολιτισμικών και οικονομικών συνθηκών στην περιοχή. Συνεπώς, η μελέτη των σεισμικών διεργασιών είναι μείζονος σημασίας. Η σεισμικότητα στον Δ. Κορινθιακό Κόλπο έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης διαφόρων σεισμολογικών τομέων. Στην περιοχή επικρατούν τεκτονικές δομές που ακολουθούν διευθύνσεις περίπου ΔΒΔ-ΑΝΑ, κάθετα στην διεύθυνση διάνοιξης του κόλπου. Στο νότιο τμήμα, οι δομές αυτές κλίνουν προς τα βόρεια, ενώ στο βόρειο κλίνουν προς τα νότια, δημιουργώντας έτσι μία δομή τάφρου. Τα παραπάνω ιδιαίτερα σεισμοτεκτονικά χαρακτηριστικά έχουν οδηγήσει στην μακρόχρονη επένδυση σεισμολογικών ερευνητικών ομάδων στην παρακολούθηση της περιοχής, με την εγκατάσταση πυκνών σεισμολογικών δικτύων. Συγκεκριμένα, ελληνικοί και γαλλικοί φορείς έχουν προέβη από την δεκαετία του 2000 στην εγκατάσταση σταθμών ευρέος φάσματος, συστοιχιών και εντός γεωτρήσεων. Τα παραπάνω όργανα συμβάλλουν στο Ενιαίο Εθνικό Δίκτυο Σεισμογράφων (ΕΕΔΣ) και στο Corinth Rift Laboratory Network (CRLN), παρέχοντας συνεχόμενη ροή δεδομένων, παράγοντας ο οποίος καθίσταται εξαιρετικής σημασίας για την ολοκληρωμένη μελέτη της σεισμικότητας στην περιοχή. Στις 30/03/2019, εκδηλώθηκε ισχυρός σεισμός τοπικού μεγέθους ML=5.2 στην περιοχή 21 km ΑΝΑ του Αιγίου, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα αισθητός.
Η σχάση εγκαρσίων κυμάτων αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στον προσδιορισμό της κατάστασης των συγκεντρωμένων τάσεων σε όγκο πετρώματος. Έχει συνδεθεί διαχρονικά με την προπαρασκευαστική περίοδο πριν την εκδήλωση μίας ισχυρής σεισμικής δόνησης, καθώς μπορεί να αντιπροσωπεύσει την συγκέντρωση ή απελευθέρωση τάσεων, μέσω της παρακολούθησης της γεωμετρίας και πυκνότητας των μικρορωγμών στον ανώτερο φλοιό. Η μελέτη αυτή γίνεται με την μέτρηση της γωνίας πόλωσης του ταχέος εγκαρσίου κύματος και της χρονικής καθυστέρησης της άφιξης του βραδέος.
Κατά την παρούσα μελέτη αναλύθηκαν σεισμοί οι οποίοι καταγράφηκαν από πέντε (5) σταθμούς των δικτύων ΕΕΔΣ και CRLN (AGRP, EFP, KALE, MG00 και ZIRI). Εφαρμόσθηκε το κριτήριο του παραθύρου του εγκαρσίου κύματος, ώστε η γωνία ανάδυσης να είναι μικρότερη των 45⁰ για να αποφευχθούν δευτερεύουσες αφίξεις.
Προσδιορίσθηκαν συνολικά 123 ζεύγη παραμέτρων, με αποδεκτή ποιότητα μέτρησης. Παρατηρήθηκε η ύπαρξη ενός ανισοτροπικού στρώματος στον Δ. Κορινθιακό Κόλπο, με γενική διεύθυνση των μικρορωγμών παράλληλη σε εκείνη των τοπικών συστημάτων ρηγμάτων. Το αποτέλεσμα αυτό συμφωνεί με τα συμπεράσματα παλαιότερων μελετών στην περιοχή. Οι χρονικές καθυστερήσεις κανονικοποιήθηκαν σύμφωνα με την υποκεντρική απόσταση του κάθε σεισμού, ώστε να αφαιρεθεί η επίδραση της διαδρομής στο ανισοτροπικό μέσο. Παρατηρήθηκε πιθανή αύξηση των χρονικών καθυστερήσεων και, κατά συνέπεια, των τάσεων πριν την εκδήλωση του ισχυρού σεισμού στον σταθμό CL.MG00.
Λέξεις-κλειδιά:
ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΑ, ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΡΟΠΙΑ, ΣΧΑΣΗ ΕΓΚΑΡΣΙΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ, ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ