Περίληψη:
Οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις που έδρασαν στην Κύπρο την περίοδο 1963-1966, και πιο συγκεκριμένα ο έλεγχος και η επιρροή επ’ αυτών, έγιναν πεδίο ανάπτυξης της, αρχικά εσωστρεφούς και στη συνέχεια ανοικτής, αντιπαράθεσης μεταξύ των αλληλοδιάδοχων ελληνικών Κυβερνήσεων και του Προέδρου Μακαρίου. Η διαρκής προσπάθεια της Λευκωσίας να υπαγάγει υπό τη σκέπη της, όχι μόνο διοικητικά, αλλά κυρίως επιχειρησιακά, κατά κύριο λόγο την Εθνική Φρουρά, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και την Ελληνική Μεραρχία, ήλθε ως «απάντηση» στις εν πολλοίς δικαιολογημένες υποψίες του Μακαρίου, ότι η Αθήνα όχι μόνο επιχειρούσε να ελέγχει δι’ αυτών τις πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες της Λευκωσίας, αλλά και ότι θα μπορούσε και να επιβάλει με την ισχύ των όπλων, επιλογές αντίθετες στη βούληση του ελληνοκυπριακού λαού.
Πράγματι, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, έχοντας διαπιστώσει τις διαθέσεις του Μακαρίου ν’ ακολουθήσει μια διαδρομή εκτός του δυτικού πλαισίου επεδίωξε, τόσο σε πολιτικό, όσο και στρατιωτικό επίπεδο να ελέγξει την Κύπρο. Η επιδίωξη αυτή κεφαλαιοποιήθηκε με την εφαρμογή της πολιτικής του «Εθνικού Κέντρου», το κύριο σκέλος της οποίας ήταν η «στρατιωτικοποίηση» της νήσου. Η επιλογή αυτή σηματοδοτούσε, όμως, τη συμπερίληψη τόσο του στρατιωτικού κατεστημένου, με το οποίο ο Παπανδρέου είχε συγκρουστεί πολλάκις στο παρελθόν, όσο και του ανεξέλεγκτου Γεώργιου Γρίβα, στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ιδεολογική συγκρότηση, την εμμονή με την «Ένωση», αλλά και τη γενικότερη παιδεία των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρέτησαν τότε στην Κύπρο, μετέτρεψε το ελληνικό στράτευμα στο νησί σε παράγοντα πρόκλησης μόνιμης αναταραχής. Ενώ, λοιπόν, οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις προορίζονταν να συμβάλλουν στη σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγιναν τελικά μία από τις βασικές συνιστώσες της αποσταθεροποίησης και της αναπαραγωγής του διχασμού ανάμεσα στις ελληνικές Κυβερνήσεις και τον Μακάριο. Η διαφοροποίηση μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών από τη μία πλευρά και του Μακαρίου από την άλλη, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της Ένωσης και τον τρόπο της επίτευξής της, καθώς και η διπλωματική στροφή του Αρχιεπισκόπου στην Ανατολή, επέφεραν τελικά το χαώδες ρήγμα μεταξύ των πρώτων και της πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού λαού, ο οποίος τασσόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου. Τα δύο «αδελφά κράτη» και οι λειτουργοί τους μετατράπηκαν μέσα σε λίγα χρόνια σε «εχθροί εντός των τειχών».
Αλλά και οι επιλογές του Μακαρίου στα στρατιωτικά θέματα συνέβαλαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων της ρήξης. Ο Αρχιεπίσκοπος από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κύπρου δρούσε μεθοδικά αφενός για την ανατροπή των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου και αφετέρου για τη μεγιστοποίηση της ισχύος του. Γι’ αυτό και δημιούργησε σταδιακά τη λεγόμενη στην παρούσα εργασία «εύπλαστη μάζα των ενόπλων υποστηρικτών» του. Ήταν η μάζα που θα τον στήριζε καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων ετών στην υλοποίηση των σχεδίων του.
Μέσα, όμως, από τη δράση των Ελλήνων αξιωματικών και από την αντιπαράθεση που είχαν με τον Μακάριο προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αποτέλεσε για το ελληνικό στράτευμα μια λανθάνουσα μορφή της Μεγάλης Ιδέας. Τέλος, η παρουσία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο ήταν ακόμα μια απόδειξη της διάθεσης αυτονόμησης που επεδείκνυε διαχρονικά- έως την Μεταπολίτευση- το στράτευμα απέναντι στην πολιτική εξουσία και δη κατά τη διάρκεια περιόδων όπου βρίσκονται σε εξέλιξη πολυεπίπεδες κρίσεις.
Οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις που έδρασαν στην Κύπρο την περίοδο 1963-1966, και πιο συγκεκριμένα ο έλεγχος και η επιρροή επ’ αυτών, έγιναν πεδίο ανάπτυξης της, αρχικά εσωστρεφούς και στη συνέχεια ανοικτής, αντιπαράθεσης μεταξύ των αλληλοδιάδοχων ελληνικών Κυβερνήσεων και του Προέδρου Μακαρίου. Η διαρκής προσπάθεια της Λευκωσίας να υπαγάγει υπό τη σκέπη της, όχι μόνο διοικητικά, αλλά κυρίως επιχειρησιακά, κατά κύριο λόγο την Εθνική Φρουρά, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και την Ελληνική Μεραρχία, ήλθε ως «απάντηση» στις εν πολλοίς δικαιολογημένες υποψίες του Μακαρίου, ότι η Αθήνα όχι μόνο επιχειρούσε να ελέγχει δι’ αυτών τις πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες της Λευκωσίας, αλλά και ότι θα μπορούσε και να επιβάλει με την ισχύ των όπλων, επιλογές αντίθετες στη βούληση του ελληνοκυπριακού λαού.
Πράγματι, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, έχοντας διαπιστώσει τις διαθέσεις του Μακαρίου ν’ ακολουθήσει μια διαδρομή εκτός του δυτικού πλαισίου επεδίωξε, τόσο σε πολιτικό, όσο και στρατιωτικό επίπεδο να ελέγξει την Κύπρο. Η επιδίωξη αυτή κεφαλαιοποιήθηκε με την εφαρμογή της πολιτικής του «Εθνικού Κέντρου», το κύριο σκέλος της οποίας ήταν η «στρατιωτικοποίηση» της νήσου. Η επιλογή αυτή σηματοδοτούσε, όμως, τη συμπερίληψη τόσο του στρατιωτικού κατεστημένου, με το οποίο ο Παπανδρέου είχε συγκρουστεί πολλάκις στο παρελθόν, όσο και του ανεξέλεγκτου Γεώργιου Γρίβα, στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ιδεολογική συγκρότηση, την εμμονή με την «Ένωση», αλλά και τη γενικότερη παιδεία των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρέτησαν τότε στην Κύπρο, μετέτρεψε το ελληνικό στράτευμα στο νησί σε παράγοντα πρόκλησης μόνιμης αναταραχής. Ενώ, λοιπόν, οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις προορίζονταν να συμβάλλουν στη σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγιναν τελικά μία από τις βασικές συνιστώσες της αποσταθεροποίησης και της αναπαραγωγής του διχασμού ανάμεσα στις ελληνικές Κυβερνήσεις και τον Μακάριο. Η διαφοροποίηση μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών από τη μία πλευρά και του Μακαρίου από την άλλη, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της Ένωσης και τον τρόπο της επίτευξής της, καθώς και η διπλωματική στροφή του Αρχιεπισκόπου στην Ανατολή, επέφεραν τελικά το χαώδες ρήγμα μεταξύ των πρώτων και της πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού λαού, ο οποίος τασσόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου. Τα δύο «αδελφά κράτη» και οι λειτουργοί τους μετατράπηκαν μέσα σε λίγα χρόνια σε «εχθροί εντός των τειχών».
Αλλά και οι επιλογές του Μακαρίου στα στρατιωτικά θέματα συνέβαλαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων της ρήξης. Ο Αρχιεπίσκοπος από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κύπρου δρούσε μεθοδικά αφενός για την ανατροπή των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου και αφετέρου για τη μεγιστοποίηση της ισχύος του. Γι’ αυτό και δημιούργησε σταδιακά τη λεγόμενη στην παρούσα εργασία «εύπλαστη μάζα των ενόπλων υποστηρικτών» του. Ήταν η μάζα που θα τον στήριζε καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων ετών στην υλοποίηση των σχεδίων του.
Μέσα, όμως, από τη δράση των Ελλήνων αξιωματικών και από την αντιπαράθεση που είχαν με τον Μακάριο προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αποτέλεσε για το ελληνικό στράτευμα μια λανθάνουσα μορφή της Μεγάλης Ιδέας. Τέλος, η παρουσία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο ήταν ακόμα μια απόδειξη της διάθεσης αυτονόμησης που επεδείκνυε διαχρονικά- έως την Μεταπολίτευση- το στράτευμα απέναντι στην πολιτική εξουσία και δη κατά τη διάρκεια περιόδων όπου βρίσκονται σε εξέλιξη πολυεπίπεδες κρίσεις.
Λέξεις-κλειδιά:
Κύπρος, Μακάριος, Γρίβας, στρατός, ΕΛΔΥΚ, Μεραρχία, Εθνική Φρουρά, Παπανδρέου, στρατιωτικό ζήτημα, Εθνικό Κέντρο, ΤΟΥΡΔΥΚ, Γεωρκάτζης, Καραγιάννης, Ένωση, ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση